Η ανάδειξη του προσώπου

Το Πρόσωπο είναι η έννοια που αποτελεί το θεμέλιο λίθο και το στόχο της προσέγγισης του Carl Rogers. Αρχικά εξετάζεται εδώ η τάση πραγμάτωσης, που σε συνδυασμό με την οργανισμική εμπειρία, οδηγούν στην ανάδειξη του Προσώπου και στη συνέχεια αναλύονται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της έννοιας και της ζωής που διεξάγει ένα Πρόσωπο. 

Α. Τάση πραγμάτωσης

Το ανθρώπινο ον, στην αντίληψη του Rogers, έχει μια υποβόσκουσα και εγγενή τάση να συντηρεί τον εαυτό του και να κινείται προς τη δημιουργική εκπλήρωση του δυναμικού του. Την τάση αυτή, ο Rogers την ονόμασε τάση πραγμάτωσης, και τη θεωρούσε ότι είναι η μοναδική, βασική κινητήριος δύναμη του ανθρώπου. Όπως και κάθε τι ζωντανό, έτσι και ο άνθρωπος κινείται προς την ανάπτυξη και οι μόνοι περιορισμοί προκύπτουν από το περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται. Η τάση αυτή δεν οδηγεί τους ανθρώπους σε απόλυτα όμοιους στόχους και επιτεύγματα. Αντίθετα, η πραγμάτωση περιλαμβάνει την έννοια της διαφοροποίησης και της αυτονομίας. Έτσι, η διαδικασία αυτή είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη στην πολυπλοκότητα των ανθρώπινων διαφορών.

Η τάση πραγμάτωσης είναι επιλεκτική και στοχο-κατευθυνόμενη, μια δημιουργική τάση.

Στα πλαίσια της τάσης αυτής, η ζωή καθίσταται μια ενεργή διαδικασία. Είτε το ερέθισμα προέρχεται από μέσα είτε από έξω, είτε το περιβάλλον είναι ευνοϊκό είτε όχι, οι συμπεριφορές ενός οργανισμού κατευθύνονται προς τη διατήρηση, την ανάπτυξη και την αναπαραγωγή. Στη συζήτηση για το τι κινητοποιεί τη συμπεριφορά των οργανισμών, είναι αυτή η τάση πραγμάτωσης που είναι θεμελιώδης. Η τάση αυτή είναι πάντοτε ενεργή, σε όλους τους οργανισμούς και είναι η παρουσία ή απουσία της που καθορίζει το εάν ένα πλάσμα είναι ζωντανό ή όχι. Δεδομένου οπότε της τάσης πραγμάτωσης, έχουμε να κάνουμε μ’ έναν οργανισμό ο οποίος είναι πάντοτε κινητοποιημένος και πάντοτε σε μια διαδικασία. Αυτό οδηγεί και στην πίστη ότι υπάρχει μια κεντρική πηγή ενέργειας στον ανθρώπινο οργανισμό που είναι μια αξιόπιστη λειτουργία ολόκληρου του οργανισμού και όχι μόνο ενός μέρους του. Αυτή η πηγή ενέργειας μπορεί εν τέλει να οριστεί ως τάση πραγμάτωσης, που στοχεύει όχι μόνο στη διατήρηση, αλλά και στην ανάπτυξη του οργανισμού.

Η τάση αυτή, όταν το περιβάλλον είναι δυσχερές και περιοριστικό για τον άνθρωπο, μπορεί να θαφτεί κάτω από πολλαπλά στρώματα ψυχολογικών αμυνών και να κρυφθεί πίσω από προσωπεία. Μπορεί ακόμα και ν’ αμφισβητηθεί η ύπαρξή της αυτή καθαυτή. Αλλά υπάρχει μέσα σε κάθε άνθρωπο και όταν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές, απελευθερώνεται και εκφράζεται.

Η τάση πραγμάτωσης μερικές φορές αναφέρεται σαν να περιλαμβάνει την ανάπτυξη όλων των δυνατοτήτων του οργανισμού, κάτι που δεν ισχύει. Ο οργανισμός δεν κινείται προς την ανάπτυξη της ικανότητάς του για σωματική δυσφορία ούτε εκπληρώνει τις δυνατότητές του για αυτοκαταστροφικότητα. Μόνο κάτω από ασυνήθιστες ή διαστρεβλωτικές συνθήκες πραγματώνονται τέτοιες δυνατότητες. Η τάση πραγμάτωσης είναι επιλεκτική και στοχο-κατευθυνόμενη, μια δημιουργική τάση.

Τέλος, είναι σημαντικό να γίνει εμφανές, ότι η τάση πραγμάτωσης δεν είναι ένα πράγμα ή μια ξεχωριστή οντότητα. Ένας οργανισμός δεν έχει μια τάση να πραγματώσει ούτε μια τάση πραγμάτωσης, με τον τρόπο που θα είχε, για παράδειγμα, ένα σωματικό μέλος ή μια ασθένεια. Είναι πιο ακριβές και πιο χρήσιμο να ειπωθεί ότι ο οργανισμός είναι μια τάση προς την πραγμάτωση. Η τάση πραγμάτωσης είναι οπότε πρακτικά συνώνυμη με τη ζωή, ένας οργανισμός που είναι ζωντανός τείνει να πραγματώσει.

Β. Πρόσωπο

Οι απόψεις του Rogers για το Πρόσωπο και το νόημα της καλής ζωής, της ευημερίας, βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στην εμπειρία του με ανθρώπους και στη στενή σχέση που ανέπτυσσε στα πλαίσια της ψυχοθεραπείας. Οπότε, έχουν κατά κύριο λόγο μια εμπειρική και υπαρξιακή βάση, αντί για μια ακαδημαϊκή ή φιλοσοφική.

Το πρώτο και πιο σημαντικό γνώρισμα του «πλήρως λειτουργικού Προσώπου», είναι ένα αυξανόμενο άνοιγμα στην εμπειρία. Τέτοια άτομα είναι ικανά να ακούνε τον εαυτό τους και άλλους και βιώνουν το τι συμβαίνει χωρίς να νιώθουν απειλητικά. Δεύτερον, έχουν την ικανότητα να ζούνε πλήρως στο παρόν και να αντιμετωπίζουν το κάθε τι όπως έρχεται. Με αυτόν τον τρόπο παρουσιάζουν μια τάση να εμπιστεύονται την εμπειρία αντί να τη φοβούνται. Ως αποτέλεσμα, η εμπειρία γίνεται καθοριστική για τη διαμόρφωση της αναδυόμενης προσωπικότητας, αντί να χρειάζεται να διαστρεβλωθεί για να ταιριάξει με κάποια προκατασκευασμένη αντίληψη της πραγματικότητας. Τρίτο χαρακτηριστικό, είναι η εμπιστοσύνη στην οργανισμική εμπειρία. Τα Πρόσωπα λαμβάνουν υπόψη τις οργανισμικές τους εμπειρίες και είναι οι πιο πολύτιμες πηγές πληροφοριών στην απόφαση του τι πρέπει να κάνουν και πώς να αντιδράσουν σε κάθε δεδομένη συνθήκη.

Στα Πρόσωπα, παρατηρείται μια εσωτερική, υποκειμενική, υπαρξιακή ελευθερία. Είναι η συνειδητοποίηση ότι μπορεί κάποιος να ζήσει εδώ και τώρα με δική του επιλογή, το θάρρος εκείνο που επιτρέπει σε κάποιον να προχωρήσει στην αβεβαιότητα του αγνώστου καθώς επιλέγει τον εαυτό του. Είναι η ανακάλυψη νοήματος εκ των έσω, η οποία προέρχεται από το προσεκτικό άκουσμα των λεπτομερειών αυτού που βιώνει. Είναι το βάρος της ευθύνης της επιλογής και η συνειδητοποίηση ότι το άτομο είναι μια αναδυόμενη διαδικασία και όχι ένα στατικό πράγμα. Το άτομο που σκέφτεται με αυτόν τον βαθύ και θαρραλέο τρόπο, μπορεί να είναι τυχερό και να έχει πολλές εναλλακτικές από τις οποίες μπορεί να διαλέξει στη ζωή, ή να είναι άτυχο και να μην έχει καμία. Η ελευθερία του όμως υπάρχει ανεξαιρέτως, γιατί πηγάζει από μέσα του.

Από μια πολιτική άποψη, το Πρόσωπο, με το να ακούει τα αισθήματα που πηγάζουν από μέσα του, μειώνει την δύναμη και την εξουσία των άλλων πάνω του, την ικανότητα να του καλλιεργούν φόβους, αναστολές, ενοχές, και σταδιακά επεκτείνει την κατανόηση και τον έλεγχο του εαυτού του. Καθώς ο άνθρωπος αποκτά μεγαλύτερη αυτογνωσία και αυτοαποδοχή, καθώς οι άμυνες πέφτουν και ανοίγεται περισσότερο στην εμπειρία, βρίσκει την ελευθερία να μεγαλώσει και να αλλάξει προς κατευθύνσεις πιο φυσικές για τον ανθρώπινο οργανισμό.  Στην περίπτωση του ώριμου ανθρώπου, η ζωή βρίσκεται στα χέρια του, για να τη ζήσει όπως επιλέγει ο ίδιος.

Ένα βασικό χαρακτηριστικό του Προσώπου, είναι η ανοιχτοσύνη στην εμπειρία. Το άτομο συνειδητοποιεί πιο ανοιχτά τα συναισθήματα και τις συμπεριφορές του, όπως αυτά βρίσκονται σ’ ένα οργανισμικό επίπεδο. Αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα όπως αυτή βρίσκεται έξω από αυτόν και δεν περιορίζεται σε δικές του κατασκευές που τη διαστρεβλώνουν. Αυτή η ανοιχτοσύνη στην εμπειρία του χαρίζει μια ρεαλιστικότητα στις επαφές με νέα πρόσωπα και καταστάσεις. Οι πεποιθήσεις του δεν είναι άκαμπτες και είναι συμφιλιωμένος με την αβεβαιότητα. Έχει την ικανότητα να δεχθεί συνειδητά την κάθε στιγμή, τον κάθε άνθρωπο, την κάθε κατάσταση όπως είναι χωρίς να διαστρεβλώνει και να καταφεύγει σε ψυχολογικές άμυνες για να διαχειριστεί το καινούριο και το άγνωστο.

Τα Πρόσωπα διακρίνονται από μια βαθιά ανάγκη για αυθεντικότητα. Εκτιμούν την επικοινωνία ως ένα μέσο που μπορούν να πουν τα πράγματα όπως είναι, πέρα από υποκρισία, ψέματα και προσωπεία. Επιδιώκουν επίσης την ολότητα. Δεν τους αρέσει να ζουν σ’ ένα κατακερματισμένο κόσμο και ζητούν την ολότητα της ζωής, όπου έννοιες όπως σώμα και νους, λογική και συναίσθημα δεν είναι διαχωρισμένα αλλά βρίσκονται σε ισορροπία. Είναι άτομα που θέλουν την οικειότητα, ψάχνουν τρόπους να είναι κοντά με τους άλλους, να επικοινωνούν, να μοιράζονται όνειρα και σκοπούς. Τέλος, χαρακτηρίζονται από ένα γνήσιο ενδιαφέρον για τους άλλους ανθρώπους και παρέχουν τη βοήθειά τους όταν παραστεί ανάγκη, με ανιδιοτελή και συμπονετικό τρόπο.

Η έννοια του Προσώπου και ο τρόπος ζωής που συνεπάγεται δεν είναι κάτι το στατικό. Η ζωή είναι μια μεταβαλλόμενη, ρέουσα διαδικασία, στην οποία τίποτα δεν παραμένει στατικό. Όταν είναι πλούσια και γεμάτη εμπειρίες, πρόκειται πραγματικά για μια διαδικασία που ρέει, κάτι το οποίο είναι τρομακτικό και συναρπαστικό την ίδια στιγμή. Το Πρόσωπο αφήνεται στην εμπειρία του για να τον οδηγήσει μπροστά, σε στόχους που ακόμα δεν φαντάζεται. Σε αυτό το πολύπλοκο ρεύμα εμπειρίας που μεταβάλλεται διαρκώς, δεν υπάρχουν αμετάβλητα σημεία. Όταν κάποιος συμμετέχει σε αυτή τη διαδικασία, δεν γίνεται να λειτουργεί με κάποιες άκαμπτες πεποιθήσεις και αρχές. Η ζωή αλλάζει και εξαρτάται κάθε φορά από το πώς κάποιος νοηματοδοτεί την εμπειρία του. Τα Πρόσωπα οπότε δεν είναι στατικές κατασκευές και οι ζωές τους δεν είναι μια παγιωμένη κατάσταση, αλλά βρίσκονται πάντα στη διαδικασία του γίγνεσθαι.

Το Πρόσωπο, έρχεται να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ λογικής και συναισθήματος. Σε μια προσωποκεντρική κατάσταση, υπάρχει μια αυξανόμενη αναγνώριση της σημασίας των αισθήσεων όσο και της λογικής, των συναισθημάτων όσο και της διάνοιας. Κάθε εμπειρία βιώνεται με το συναισθηματικό και το γνωστικό της κομμάτι αδιαχώριστα. Το Πρόσωπο αποτινάζει τη σημασία που έχει δοθεί τους τελευταίους αιώνες στο διαχωρισμό αυτών των δύο, ένα διαχωρισμό που έχει μεγάλο κόστος για την ανθρώπινη φύση και εμπειρία. Τα άτομα αυτά επικοινωνούν και αλληλεπιδρούν με όλη τους την ύπαρξη, εκφράζοντας τις εμπειρίες τους και όχι μια ακρωτηριασμένη διανοητική εκδοχή αυτών.

Η διαδικασία αξιολόγησης στην οποία προβαίνει κάθε φορά το Πρόσωπο, έχει κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Είναι μια ρέουσα διαδικασία, ευέλικτη, βασισμένη στη συγκεκριμένη στιγμή και στο βαθμό που η στιγμή αυτή βιώνεται ως κάτι το θετικό για την ανάπτυξη και πραγμάτωση του ατόμου. Οι αξίες δεν είναι στατικές, αλλά βρίσκονται σε μια διαρκή αλλαγή. Επίσης, η αξιολόγηση που κάνει το πρόσωπο, δεν είναι μια γενική και μονολιθική διαδικασία, αλλά παρουσιάζει αρκετή διαφοροποίηση ανάλογα με τις συνθήκες και το αντικείμενο. Το σημείο αναφοράς βάση του οποίου γίνεται η αξιολόγηση, είναι εδραιωμένο μέσα στο ίδιο το Πρόσωπο. Είναι η ίδια του η εμπειρία που του παρέχει τις απαραίτητες πληροφορίες και την ανατροφοδότηση. Λαμβάνονται βέβαια υπόψη και οι εξωτερικά προερχόμενες πληροφορίες, αλλά δεν κατέχουν την ίδια σημασία όσο οι προσωπικές του αντιδράσεις.

Επιπλέον, όταν το Πρόσωπο εμπλέκεται στη διαδικασία της αξιολόγησης αφήνει τον εαυτό του να βυθιστεί στην αμεσότητα αυτού που βιώνει, για να αντιληφθεί και να κατανοήσει όλες τις λεπτομέρειες της εμπειρίας. Στον ώριμο άνθρωπο, η αξιολόγηση έχει μεγάλο εύρος και βάθος γιατί δεν λαμβάνει υπόψη μόνο την παρούσα στιγμή αλλά βασίζεται και σε παρόμοιες εμπειρίες του παρελθόντος, χωρίς ωστόσο να εγκλωβίζεται σε αυτές. Εμπιστεύεται το σύνολο του οργανισμού του, τα ένστικτα και τα συναισθήματά του, και όχι μόνο τις σκέψεις του και έχει ως κριτήριο το εάν το αντικείμενο της εμπειρίας συμβάλλει στην πραγμάτωσή του. Εν τέλει, η διαδικασία αυτή δεν είναι εύκολη και το αποτέλεσμά της δεν είναι πάντα σωστό, αλλά επειδή το Πρόσωπο έχει στη διάθεσή του όποια πληροφορία υπάρχει και είναι ανοιχτό στην εμπειρία του, τα όποια λάθη γίνουν μπορούν να διορθωθούν και δεν το παραλύουν.

Για την ανάδειξη του Προσώπου, δεν αρκεί το να υπερνικηθούν τα εμπόδια και οι δυσκολίες που περιορίζουν τον άνθρωπο, αλλά είναι απαραίτητος ο διάλογος, η αληθινά αμοιβαία συνάντηση με κάποιον άλλον. Το Πρόσωπο δεν αναπτύσσεται πλήρως, μόνο μέσω της ταύτισης μεταξύ οργανισμού και εαυτού, αλλά και μέσω της συνάντησης με άλλους. Αναδύεται μέσα από την επί ίσοις όροις συμμετοχή σε μια σχέση που χαρακτηρίζεται από αμοιβαιότητα και ανοιχτοσύνη, κατά την οποία ο ένας συναντά τον άλλο, στον πυρήνα της ύπαρξής του. Πρόκειται για μια σχέση Εγώ-Συ, κατά Buber, με έμφαση στην αυθεντική συνάντηση και όχι στη γνώση του άλλου ως αντικειμένου. Επομένως, η έννοια του Προσώπου, περιλαμβάνει τη διάσταση της αυτονομίας από τη μία πλευρά, και της συνάντησης και της σχέσης από την άλλη. Θεμελιώδεις έννοιες δεν είναι μόνο η ελευθερία, η εμπειρία και η τάση πραγμάτωσης, αλλά και η δυνατότητα του ανθρώπου για συνάντηση και εμπιστοσύνη στη σχέση, οι οποίες μπορούν να θεωρηθούν ως βασικές προϋποθέσεις για το γίγνεσθαι του Προσώπου.

Βιβλιογραφία

  • Thorne B. (2003), Carl Rogers, London, SAGE Publications Ltd.
  • Rogers C. R. (1978), On Personal Power, London, Constable.
  • Rogers C.R. (1962), In Kirschenbaum H. & Henderson V.L. (Eds) (1990), Carl Rogers Dialogue, London, Constable. 
  • Rogers C. R. (1980), A Way of Being, New York, Houghton Mifflin Company.
  • Tudor K. & Worrall M. (2006), Person-Centred Therapy – A Clinical Philosophy, Hove, Routledge.
  • Rogers C. R. (1964), Toward a Modern Approach to Values: The Valuing Process in the Mature Person, In Kirschenbaum H. & Henderson V.L. (Eds) (1990), Carl Rogers Dialogue, London, Constable.
  • Μουλαδούδης Γ. Αθ. (2002), Η έννοια του προσώπου στο έργο του Martin Buber και του Carl Rogers. Συγκριτική μελέτη – Εφαρμογές στη συμβουλευτική και στην παιδαγωγική, Πανεπιστήμιο Πατρών, Πάτρα.

«Μεταφράζοντας το ανείπωτο»

Ψηφιακή και αναλογική επικοινωνία

Η ανθρώπινη επικοινωνία μπορεί να χωριστεί σε δύο βασικά είδη, την ψηφιακή και την αναλογική. Η ψηφιακή επικοινωνία είναι μια λεκτική επικοινωνία, η οποία αφορά τη χρήση του λόγου σε οποιαδήποτε μορφή με σκοπό να επικοινωνήσει ένα μήνυμα. Ως αναλογική επικοινωνία ορίζεται η μη λεκτική επικοινωνία. Αυτή περιλαμβάνει κυρίως τις χειρονομίες και την κίνηση του σώματος καθώς και όλο το εύρος των εξωλεκτικών ενδείξεων (τόνος και χροιά φωνής, το βλέμμα, την έκφραση του προσώπου κλπ).

Η ψηφιακή επικοινωνία, ως λόγος, προέκυψε αργότερα στην εξελικτική πορεία του ανθρώπου και είναι ικανή να μεταδώσει πιο σύνθετες σκέψεις και αλληλουχίες βιωμάτων και σχέσεων.

Το κύριο όφελός της είναι η ικανότητα να επικοινωνείται ένα εύρος πληροφοριών και να επιτρέπει μια βαθύτερη κατανόηση. Η αναλογική επικοινωνία από την άλλη, καθώς βρίσκεται πιο κοντά στο ζωντανό πυρήνα του ανθρώπου, είναι ικανή να μεταδώσει, με έναν σχεδόν μυστικιστικό τρόπο, τα πιο εγγενή ένστικτα και συναισθήματα, σε μια πιο καθάρια μορφή, αδιαμεσολάβητα από κοινωνικές συμβάσεις και νοητικούς περιορισμούς. Παρά τη διαφορετική τους φύση ωστόσο, λειτουργούν απολύτως συμπληρωματικά, για να αποτυπώσουν την πολυεπίπεδη ανθρώπινη συνθήκη, τόσο αναφορικά με το περιεχόμενο όσο και με την όψη της σχέσης.

Δε λειτουργούν όμως πάντα σε συμφωνία και αρμονικά. Προκύπτουν συχνά δυσκολίες στη μετάφραση του ενός είδους επικοινωνίας στο άλλο. Ένα βασικό ζήτημα είναι η λεκτικοποίηση του συναισθήματος. Ενώ ο πλούτος της γλώσσας έχει προνοήσει για τις κατάλληλες λέξεις που αντικατοπτρίζουν ακόμα και διακυμάνσεις του ίδιου συναισθήματος, παρ’ όλα αυτά καμία λέξη δεν μπορεί για παράδειγμα ν’ αποτυπώσει πλήρως την ένταση ενός χαδιού που υποδηλώνει στοργή. Το ίδιο ισχύει παραδόξως και αντίστροφα. Από μόνη της η αναλογική επικοινωνία επίσης δεν είναι αρκετή. Ένα χάδι είναι ένδειξη στοργής αλλά η ποιότητα, το μέγεθος, η έκταση ακόμα και οι επιφυλάξεις δεν μπορούν να μεταδοθούν και να κατανοηθούν πλήρως δίχως τις λέξεις.

Μια ακόμα διάσταση αυτής της συζήτησης είναι οι διάφορες «μεταφράσεις» που συντελούνται. Κάθε άνθρωπος νιώθει και εκφράζεται με έναν ιδιαίτερο, προσωπικό τρόπο. Η αναλογική επικοινωνία του ενός δεν ταυτίζεται απαραίτητα σ’ επίπεδο ερμηνείας με αυτή ενός άλλου ανθρώπου. Ένα σφιγμένο σώμα μπορεί να παρερμηνευθεί από τον άλλο ως ένδειξη θυμού ή επιθετικότητας ενώ μπορεί κάλλιστα να είναι ένδειξη συστολής ή άγχους. Η ψηφιακή επικοινωνία, η λεκτικοποίηση αυτής της έντασης, βοηθάει στην αποφυγή παρεξηγήσεων και παρερμηνειών. Αντίστοιχα, η εκδήλωση τρυφερότητας ή αγάπης, ενώ για τον άνθρωπο που την επικοινωνεί μπορεί να είναι γνήσια και επαρκής ως έκφραση, ενδέχεται για τον άλλον που τη λαμβάνει να θεωρείται κενή και θεωρητική, ιδιαίτερα αν έχει πληγωθεί στο παρελθόν. Σε μια τέτοια περίπτωση μπορεί να απαιτείται και η αναλογική επικοινωνία για να διευκολυνθεί η επικοινωνία, π.χ. με τη συνοδεία μιας αγκαλιάς. Οι προσωπικές μας μεροληψίες, οι αναπαραστάσεις που έχουμε, τα βιώματά μας, παρεμβάλλονται στην ερμηνεία της επικοινωνίας και στη μετάφραση αυτής στα διαφορετικά επίπεδα.

Είναι σημαντικό να λαμβάνεται υπόψη ότι και τα δύο είδη επικοινωνίας είναι βάσιμα και έγκυρα. Επειδή κάποιος είναι πιο εξοικειωμένος με την ψηφιακή επικοινωνία και δεν μπορεί να εκφράζεται άνετα με το σώμα του, δε σημαίνει ότι δε νιώθει και δε συναισθάνεται γνήσια. Επειδή το προσωπικό στυλ κάποιου άλλου μπορεί να εδράζεται κατά κύριο λόγο στην αναλογική επικοινωνία και δεν έχει τη λεκτική ευχέρεια, δεν σημαίνει επίσης ότι η εκδήλωσή του υπολείπεται σ’ ένταση ή βάθος. Ιδανικά, και όταν δεν υπάρχουν διάφορες ψυχικές αγκυλώσεις, ο άνθρωπος μπορεί να κινείται ελεύθερα και να επιλέγει μεταξύ των δύο κατά το δοκούν, όντας παράλληλα δημιουργικός με το συνδυασμό και τη σύνθεσή τους σε μια ολιστική επικοινωνία και σχέση.

Το μοντέλο μπορεί να αναχθεί, πέρα από τις καθημερινές σχέσεις, και στη ψυχοθεραπεία. Ο Ίρβιν Γιάλομ μιλάει για θεραπευτική πράξη αντί για θεραπευτική λέξη. Με αυτήν την έννοια φέρνει στο προσκήνιο τη σημασία της σύνθεσης της ψηφιακής και της αναλογικής επικοινωνίας, όπου η πράξη είναι το πεδίο που και τα δύο είδη συναντώνται. Αυτό που δρα θεραπευτικά, που επιτρέπει μια γνήσια συνάντηση προσώπων, δεν είναι μια συγκεκριμένη φράση αλλά ότι εκείνη τη στιγμή υπάρχει ένας άνθρωπος που τη λέει με ενδιαφέρον και νοιάξιμο, όπως αυτά αποτυπώνονται στο βλέμμα του ή τη στάση του σώματός του.

Και με τα λόγια του ποιητή:

« … αφού έμαθα να γράφω μονάχα στη γλώσσα της αγαπημένης,
μια γλώσσα με αφθονία διφθόγγων και ιαχών
με σιωπές και ρηξικέλευθα σημεία στίξης. 
Οι άνθρωποι που τη μιλούν δε βαδίζουν πια ή είναι ακόμα αγέννητοι
και τη μιλούν πότε με λόγια
 πότε με τα χέρια και τα χείλη
ταξιδεύοντας για να βρουν τη στιγμή και την εικόνα
που φέρει το νόημα που αποζητούν»

Βιβλιογραφία

  • Watzlawick P., Bavelas J.B., Jackson D.D. (1967), Pragmatics of human communication, W.W. Norton & Company, New York – London
  • Yalom, Irvin D. The Gift of Therapy: An Open Letter to a New Generation of Therapists and Their Patients. New York: HarperCollins, 2002

Αντίσταση στην επαγγελματική εξουθένωση

Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, επαγγελματική εξουθένωση (burn out) είναι ένα σύνδρομο που προκύπτει από χρόνιο εργασιακό στρες το οποίο δεν έχει τύχει σωστής διαχείρισης. Συμπεριλαμβάνει αίσθηση απώλειας ενέργειας και κούραση, νοητική αποστασιοποίηση από την εργασία, αρνητισμό η/και κυνισμό ως προς την εργασία και μειωμένη απόδοση.

Το ζήτημα με την έννοια του burnout είναι ότι έχει μια μηχανιστική λογική (ο άνθρωπος με τις μπαταρίες του που αδειάζουν), η οποία ατομικοποιεί συστημικά προβλήματα (το άτομο που λύγισε και χρήζει παρέμβασης για να συνεχίσει) και εστιάζει στο συγκεκριμένο πλαίσιο εργασίας παραβλέποντας ή υποτιμώντας την αξία των υπολοίπων (οι εργαζόμενοι στο ανθρωπιστικό πλαίσιο εργασίας είναι αναμενόμενο να «καούν»). Τέτοιες μεροληψίες δεν επαρκούν ούτε να εξηγήσουν το λόγο που οι άνθρωποι εξουθενώνονται στην εργασία τους αλλά ούτε και να προτείνουν τρόπους επαρκείς και βιώσιμους για να αποφευχθεί αυτό το φαινόμενο. 

Είναι απαραίτητο να διευρυνθεί ο φακός, τόσο ως προς την ερμηνεία του φαινομένου όσο και προς την αντιμετώπισή του.

Δρώντας δίκαια. Με τα λόγια της Carol Hanisch, το προσωπικό είναι πολιτικό. Στα επαγγέλματα του ανθρωπιστικού τομέα είναι το πιο συχνό να ερχόμαστε αντιμέτωποι και να καλούμαστε να διαχειριστούμε συμπτώματα ευρύτερων πολιτικών, κοινωνικών, οικονομικών αιτιών. Αν δε ληφθούν υπόψη αυτές οι αιτίες, η παρέμβαση ενέχει συνήθως κάποια ματαίωση καθώς οι ευρύτεροι παράγοντες θα συνεχίσουν να γεννούν συμπτώματα ή να δυσχεραίνουν οποιαδήποτε παρέμβαση. 

Όσο και αν εξυμνείται η αντικειμενικότητα, η ουδετερότητα και η αποστασιοποίηση, εάν το ζήτημα είναι η ολιστική παρέμβαση και η ουσιαστική υποστήριξη, ο επαγγελματίας δε είναι δυνατόν να παραμένει αμέτοχος στα κοινά. 

Ο διαχωρισμός μεταξύ της προσωπικής, της επαγγελματικής και της κοινωνικής ταυτότητας του επαγγελματία δε συντηρείται δίχως κόστος, καθώς οι αντιφάσεις που προκύπτουν απαιτούν συνεχή επένδυση ψυχικής ενέργειας και η έλλειψη αρμονίας είναι μια σταθερή πηγή στρες. Η κριτική σκέψη, ο ακτιβισμός, το ενεργό ενδιαφέρον για το συνάνθρωπο πέρα από το εργασιακό πλαίσιο, η αντίσταση σε φαινόμενα κοινωνικής αδικίας, δεν είναι αντίθετα ως προς τον επαγγελματισμό των εργαζομένων αλλά η φυσική τους βάση και προέκταση.

Όσο απαιτείται από τον επαγγελματία να δουλεύει παρά τις προσωπικές του αξίες ή ενάντια σε αυτές, ως ένας διαχειριστής ανθρωπίνου πόνου, αυτή η ψυχική δυσφορία της αντίφασης καλλιεργείται και μεγαλώνει. Η απάντηση σε αυτήν την αντίφαση, εάν παραμείνει άλυτη και δεν αντιμετωπισθεί με ριζικές, συστημικές αλλαγές, είναι η εγκαθίδρυση ενός αποστασιοποιημένου κυνισμού ή η απομάκρυνση από την αντίφαση μέσω παραίτησης ή μετάθεσης. 

Συλλογική ηθική. Είναι σημαντικό το να είναι ανοιχτό προς συζήτηση η διαφορά μεταξύ θεωρίας και πράξης καθώς και οι ηθικές αρχές που διακατέχουν τόσο τον εργαζόμενο όσο και το πλαίσιο στο οποίο εργάζεται. 

Η θεωρία είναι πολύ σημαντικό εφόδιο και ένα ερμηνευτικό πλαίσιο το οποίο καθοδηγεί την πράξη. Ωστόσο μια ζώσα πραγματικότητα δεν μπορεί να αποτυπωθεί και να προβλεφθεί πλήρως από ένα θεωρητικό σύστημα. Αυτή η απόσταση μπορεί να είναι σοκαριστική, ειδικά για νεότερους επαγγελματίες, οι οποίοι αισθάνονται ότι πρέπει να αντιμετωπίσουν αντιξοότητες πλέοντας στο άγνωστο. 

Εδώ αναδεικνύεται η αξία μιας συλλογικής ηθικής εντός του εργασιακού πλαισίου. Ποιες είναι οι αξίες αυτού του χώρου; Ποιο είναι το όραμα της αλλαγής; Οι διαδικασίες είναι σύμφωνες με αυτές τις αξίες και το όραμα; Υπάρχει μια κουλτούρα συλλογικότητας ή είναι απλά ατομικότητες που συνυπάρχουν για κάποιες ώρες δίχως να συναντώνται ουσιαστικά και να συνδιαμορφώνονται; 

Το ψυχικό κόστος μιας συστηματικής ματαίωσης δεν είναι βιώσιμο μακροπρόθεσμα

Η συζήτηση καταλήγει νομοτελειακά σε μια αναδιάρθρωση των επαγγελματικών σχέσεων, σε μια μετακίνηση από όρους ανταγωνισμού ή ουδέτερης συνύπαρξης σε όρους συνεργασίας, αυθεντικότητας, αλληλοϋποστήριξης και συνδιαμόρφωσης ενός νέου συστήματος με τις ιδιαίτερες αρχές και αξίες που δίνουν έμφαση στον άνθρωπο, είτε είναι εργαζόμενος είτε ωφελούμενος. 

Καλλιεργώντας συλλογική βιωσιμότητα: Θα ήταν χρήσιμο να αντικαταστήσουμε τη βάση του πώς να μην εξουθενώνονται οι επαγγελματίες από μια που δίνει έμφαση στη βελτίωση του ρόλου και της υποστήριξης που παρέχουν. Έτσι ενισχύεται η πιθανότητα για βιωσιμότητα δομών, προγραμμάτων, επαγγελματιών και σχέσεων με τον εξυπηρετούμενο πληθυσμό. 

Ξεκινώντας από τους επαγγελματίες, είναι χρήσιμο να γίνουν δυο βασικές παραδοχές, οι οποίες μπορεί να φαίνονται αντιφατικές με μια πρώτη ανάλυση αλλά στην ουσία είναι συμπληρωματικές. Η πρώτη είναι ότι κάθε επαγγελματίας είναι αναντικατάστατος. Ζούμε σε μια εποχή καπιταλιστικής παραγωγής όπου οι εργασιακές σχέσεις διαβρώνονται, συρρικνώνονται και απογυμνώνονται από το πλαίσιο τους, με σκοπό να είναι αναλώσιμες και εύκολα αντικαθιστάμενες. Για έναν επαγγελματία σε μια επισφαλή θέση, όπου η απειλή της απώλειας της εργασίας είναι υπαρκτή για διάφορους λόγους, καλλιεργείται η αίσθηση της ανασφάλειας ενώ είναι πιο δύσκολο να δημιουργηθούν σχέσεις με τους ωφελούμενους όταν δεν υπάρχει μακροχρόνια προοπτική. Ωστόσο, όταν φεύγει ένας επαγγελματίας, χάνεται από το πεδίο το αξιακό του σύστημα, η πρακτική εμπειρία που έχει αποκτήσει και διαμορφώσει, και πιο σημαντικό, οι σχέσεις που έχει χτίσει με τους ωφελούμενους και την κοινότητα, μια παράμετρος η οποία δεν αντικαθίσταται ποτέ με τον ίδιο τρόπο.

Η δεύτερη είναι  ότι είναι επιβαρυντικό να σκεφτόμαστε με όρους ιδιαιτερότητας ή μοναδικότητας. Τείνει να υπάρχει μια αναπαράσταση από ανθρώπους εκτός του ανθρωπιστικού τομέα για τα επαγγέλματα αυτά που εκφράζεται με όρους «Είσαι ήρωας» ή «Ποτέ δε θα μπορούσα να κάνω αυτό που κάνεις». Παρά τη γοητεία που μπορεί να ασκεί μια τέτοια αντιμετώπιση εξιδανίκευσης και ηρωοποίησης, η μοναδικότητα αυτού του είδους, η οποία μπορεί να υπάρχει μόνο εις βάρος κάποιου άλλου («Εγώ που μπορώ να το κάνω είμαι άρα πιο άνθρωπος από εσένα»), ενέχει και μεγάλη μοναξιά και τεράστια αίσθηση ευθύνης. Στον ήρωα δεν του επιτρέπεται να λυγίσει, να είναι αδύναμος, να ζητήσει βοήθεια. Ο ήρωας μόνος του πρέπει να σώσει τον κόσμο και αν δε σωθεί τότε η ευθύνη τον βαραίνει. Μακριά από τέτοιες λογικές, ο επαγγελματίας του ανθρωπιστικού τομέα παραμένει μέρος του ανθρωπίνου είδους, και ως μέρος του έχει πρόσβαση στα κοινά δικαιώματα της ευαλωτότητας, του σφάλματος, της κούρασης και της υποστήριξης, δίχως να του στερεί κάτι από την αξία του επαγγελματισμού του.

Σημαντικό βήμα προς τη βιωσιμότητα, είναι η ρεαλιστική και σαφής περιγραφή των αρμοδιοτήτων και καθηκόντων των επαγγελματιών. Στα πλαίσια περιορισμένων χρηματοδοτήσεων και εξοικονόμησης πόρων, είναι ευρέως διαδεδομένο το να επωμίζονται επαγγελματίες έναν εργασιακό φόρτο ο οποίος κανονικά θα έπρεπε να διαμοιράζεται μεταξύ περισσότερων. Πρόκειται για μια τακτική η οποία είναι προορισμένη ν’ αποτύχει, της οποίας την αποτυχία ωστόσο χρεώνεται ο επαγγελματίας ο οποίος δεν μπόρεσε ν’ ανταπεξέλθει πλήρως και μακροπρόθεσμα, ενώ η ουσία είναι ότι εξαρχής δε θα έπρεπε να χρειαστεί ν’ ανταπεξέλθει. Η συστημική ανεπάρκεια μετουσιώνεται σε ατομική. 

Συνεχίζοντας αναφορικά με την περιγραφή του ρόλου και των καθηκόντων, είναι απαραίτητο να υπάρχει η δυνατότητα και η αίσθηση στον επαγγελματία ότι υπάρχει ένας χώρος ελευθερίας, δημιουργικότητας και ανανέωσης. Η επαναληψιμότητα οδηγεί σε εθισμό και αυτοματοποίηση, παράμετροι οι οποίοι μπορεί να είναι χρήσιμοι σε γραμμές παραγωγής (υπέρ της παραγωγής ωστόσο, ποτέ υπέρ του εργαζόμενου και της ψυχικής του υγείας), αλλά που στ’ ανθρωπιστικά επαγγέλματα είναι  τροχοπέδη στη γνήσια σύνδεση και υποστήριξη των ανθρώπων. Εφόσον έχει δημιουργηθεί εντός ενός οργανισμού ή μιας δομής μια κουλτούρα συλλογικότητας, αυτός ο χώρος μπορεί να προκύψει μέσω συνδιαμόρφωσης. Ο σχεδιασμός μιας νέας δράσης, κάποια καινούρια πρακτική, είναι ανανεωτικές κινήσεις που δε διαταράσσουν την εσωτερική τάξη ενώ παράλληλα προσφέρουν νέα νοήματα και ενδιαφέρον στους εμπλεκόμενους. 

Αποφεύγοντας τον κυνισμό και προωθώντας την ελπίδα: Η βασιλική οδός προς τον κυνισμό είναι η αίσθηση πως τα συστήματα που δημιουργούν ή διαιωνίζουν τις παθολογίες δεν πρόκειται ν’ αλλάξουν οτιδήποτε και να κάνει ο επαγγελματίας. Το ψυχικό κόστος μιας συστηματικής ματαίωσης δεν είναι βιώσιμο μακροπρόθεσμα, οπότε εγκαθιδρύεται σταδιακά μια διεκπεραιωτική στάση ψυχρότητας και σκληρότητας. Απαραίτητη προϋπόθεση για ν’ ανακαμφθεί αυτός ο κυνισμός είναι να υπάρχει εξαρχής ένα ενδιαφέρον για το ρόλο και τους ανθρώπους και να μην είναι απλά μια δουλειά.

Όταν χάνεται η ανθρώπινη διάσταση ή παραμερίζεται, υποβαθμίζεται η σχέση και προκύπτουν αγκυλώσεις και συγκρούσεις.

Χρειάζεται υπενθύμιση ότι τα συστήματα δεν είναι αυθύπαρκτες, θεϊκές ή φυσικές κατασκευές, αλλά ανθρώπινα δημιουργήματα. Κάθε άνθρωπος, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό έχει μια δύναμη επ’ αυτών. Όσο περισσότεροι συσπειρώνονται, όσο πιο συλλογική γίνεται η δράση (εντός δομής, τοπικής κοινότητας κλπ) τόσο αυξάνεται αυτή η δυνατότητα για αλλαγή. Η συνάντηση των ανθρώπων είναι το αντίδοτο σ’ αυτήν την αίσθηση του απόλυτου και του αδιέξοδου. 

Επίσης, πρέπει ν’ αναγνωριστεί ότι η αλλαγή δε συντελείται απαραίτητα άμεσα, εμφανώς ή με τον τρόπο που περιμένουμε. Το ότι μια παρέμβαση ή μια δράση δε φαίνεται να φέρνει αποτελέσματα ή αν τα αποτελέσματα που φέρνει δεν αντικατοπτρίζονται με μια ποσοτική ανάλυση, δε θα πρέπει να μας πτοεί. Η αλλαγή μπορεί να είναι μη μετρήσιμη ή βραδυφλεγής και ν’ αποδώσει καρπούς ύστερα από αρκετό χρόνο, όταν οι συνθήκες ευδοκιμήσουν. Αλλά και στο δια ταύτα, ειδικά σε περιπτώσεις που δε διαφαίνεται η δυνατότητα αλλαγής, δε θα πρέπει να υποτιμάται το απλό ανθρώπινο ενδιαφέρον και η ζεστή, διακατεχόμενη από ενσυναίσθηση σχέση. Ακόμα και αν κάτι δεν μπορεί να θεραπευθεί ή να επιλυθεί, το ελάχιστο και το πιο ουσιώδες των ανθρωπιστικών επαγγελμάτων είναι το να αντιμετωπίσεις τον άλλον ως ανθρώπινο ον και όχι ως μια ενοχλητική ή περιορισμένη ύπαρξη επειδή βρέθηκε σε μια θέση που χρειάζεται περισσότερη υποστήριξη.  

Μεταμορφώσεις: Τα προσωπεία και οι ρόλοι αποτελούν ανελεύθερες, περιοριστικές κατασκευές. Εγκαθιδρυμένα ώστε να διαφυλάσσονται τα όρια της επαγγελματικής σχέσης καταλήγουν συχνά να εκτρέπονται και να τα καταπατούν. Ο ειδικός έχει εξουσία, ο ωφελούμενος ως αιτών βοήθεια όχι. Όταν χάνεται η ανθρώπινη διάσταση ή παραμερίζεται, υποβαθμίζεται η σχέση και προκύπτουν αγκυλώσεις και συγκρούσεις. Ο μη άνθρωπος ειδικός υπάρχει μόνο ως παροχή υπηρεσίας και φέρει όλη την ευθύνη του να παρασχεθεί αυτή όπως αναμένεται, αγνοώντας πολυσύνθετα πλαίσια. Ο μη άνθρωπος ωφελούμενος είναι ένα απρόσωπο αίτημα, μια απαίτηση που, απογυμνωμένη από τα υπόλοιπα ανθρώπινα χαρακτηριστικά της, καταλήγει επιβαρυντική, ενοχλητική. 

Απαιτείται λοιπόν μια ζωντανή σχέση προσώπων, μια συνάντηση Εγώ-Συ κατά Buber, η οποία θέτει στο επίκεντρο βέβαια το αίτημα για υποστήριξη και την επιστημονική/τεχνική ικανότητα του επαγγελματία αλλά δεν περιορίζεται σε αυτούς τους πυλώνες. Μια τέτοια σχέση είναι εν τέλει βοηθητική και για τα δύο μέρη, αφού τους επιτρέπει να ωριμάσουν μέσα από αυτή.

Η συνεχής αλληλεπίδραση με την ανθρώπινη αγωνία και πόνο, όταν δεν ορίζεται από μια  διαχειριστική λογική και ένα καταναγκαστικό 8ωρο, είναι ικανή αντί να σκληρύνει και να καλλιεργήσει κυνισμό, να εμφυσήσει στον επαγγελματία την ελπίδα ότι στο εδώ και τώρα, με τον κάθε άνθρωπο που έχει απέναντί του βελτιώνει σε μια μικροκλίμακα τον κόσμο γενικότερα. 

Η ιδανική και όμως εφικτή κατάληξη, είναι το μεγάλωμα του επαγγελματία όχι στο σημείο που έχει δει τα πάντα και τίποτα δεν τον δυσκολεύει ή τον προβληματίζει, αλλά στην ανοιχτά συναισθηματική νηφαλιότητα της εμπειρίας, όπου αναγνωρίζει τα όρια των δυνάμεών του, μπορεί να διαχωρίσει το ατομικό από το συστημικό και να κατευθύνει  τη δράση του αντίστοιχα και σε κάθε περίπτωση να μπορεί να είναι παρών, συνοδεύοντας τους ανθρώπους αντί να διαχειρίζεται τεχνοκρατικά τα ζητήματά τους. Απαραίτητη προϋπόθεση πάντα, είναι ενάντια στην απομόνωση να υπάρχει ένα δίκτυο συνοδοιπόρων σε αυτό το επαγγελματικό και ευρύτερο μεγάλωμα (οριζόντια αλληλοϋποστήριξη συναδέλφων, εποπτεία,  δομημένο εργασιακό πλαίσιο με γνήσια ανθρωπιστικό αξιακό σύστημα, συλλογική δράση σε τοπική και ευρύτερη κοινότητα).

Εν κατακλείδι, χωρίς να δύναται να υπάρξει μια εξαντλητική ανάλυση του θέματος ή να δοθεί μια διαπλαισιακή συνταγή, είναι σημαντικό να συμπεριλαμβάνουμε στη συζήτηση, πέρα από το ατομικό, και το ευρύτερο πλαίσιο, προχωρώντας από μια λογική του ανθρώπου που «καίγεται» σε μια που εστιάζει στα συστήματα που «καίνε» ανθρώπους. 

Βιβλιογραφία

  • Reynolds V. (2011). Resisting burn out with justice-doing. The International Journal of Narrative Therapy and Community Work, No 4

Η διαδικασία της θεραπείας στην ανθρωπιστική προσέγγιση του Καρλ Ρότζερς

Η διαδικασία της θεραπείας μπορεί να διαχωριστεί σε επτά στάδια, τα οποία αποτελούν περισσότερο ορόσημα παρά μια αυστηρά γραμμική εξέλιξη. Πρόκειται για μια ζώσα, δυναμική διεργασία η οποία για κάθε άνθρωπο έχει διαφορετικούς χρόνους και ρυθμούς, με τις παλινδρομήσεις να είναι ένα φυσικό και αναμενόμενο κομμάτι της.

Στο πρώτο στάδιο ο πελάτης είναι απρόθυμος να αποκαλύψει πολλά για τον εαυτό του, τα συναισθήματα και τα προβλήματα δεν αναγνωρίζονται και η εσωτερική του επικοινωνία είναι μπλοκαρισμένη. 

«Η θεραπεία επιδρά επίσης στην εμπειρία και τη συνείδηση.»

Στο δεύτερο στάδιο όπου η άνευ όρων αποδοχή που επιδεικνύει ο θεραπευτής αρχίζει να βιώνεται από τον πελάτη, ο λόγος του κάπως χαλαρώνει, μιλάει περισσότερο για συναισθήματα και προσωπικά νοήματα αλλά με έναν περιορισμένο και απρόσωπο τρόπο, ενώ τα βιώματά του περιορίζονται από τη δομή του παρελθόντος. 

Στο τρίτο στάδιο και καθώς συνεχίζει η χαλάρωση που προέρχεται από την αποδοχή, ο πελάτης εκφράζεται περισσότερο για τον εαυτό του, για σκέψεις και συναισθήματα, αλλά αποκαλύπτει κυρίως παρελθοντικές εμπειρίες και εκφράζεται για τον εσωτερικό του κόσμο σαν να είναι ένα αντικείμενο ή από την οπτική γωνία τρίτων. 

Στο τέταρτο στάδιο όπου ο πελάτης αισθάνεται αποδεκτός και κατανοητός, οι νοητικές του κατασκευές και άμυνες αρχίζουν να χαλαρώνουν. Τα συναισθήματα περιγράφονται με πιο προσωπικούς όρους ενώ ξεκινούν να βιώνονται στο παρόν, το βίωμα επηρεάζεται λιγότερο από το παρελθόν, η ερμηνεία της εμπειρίας χαλαρώνει, υπάρχει μια αυξανόμενη διαφοροποίηση συναισθημάτων, σκέψεων, δομών και αρχίζουν να γίνονται αντιληπτές οι ανακολουθίες ανάμεσα στο βίωμα και τον εαυτό. 

Στο πέμπτο στάδιο αποδεσμεύεται η οργανισμική εμπειρία, τα συναισθήματα εκφράζονται ελεύθερα, ο πελάτης αρχίζει να ανακαλύπτει πτυχές του εαυτού που αγνοούσε ή καταπίεζε, υπάρχει μια άνοδος όσον αφορά την αίσθηση ευθύνης για τη ζωή του, ενώ η εμπειρία αρχίζει να ερμηνεύεται με πιο χαλαρούς και διευρυμένους τρόπους. 

Στο έκτο στάδιο ο πελάτης βιώνει το συναίσθημα με αμεσότητα και με όλη του την πολυπλοκότητα και ένταση, ζει υποκειμενικά την εμπειρία, ο εαυτός ως αντικείμενο τείνει να εξαφανιστεί, η εσωτερική επικοινωνία είναι ελεύθερη και ανεμπόδιστη ενώ η ασυμφωνία μεταξύ εμπειρίας και αυτοεικόνας γίνεται έντονα αντιληπτή καθώς αρχίζει να μειώνεται. 

«Το άνοιγμα προς τα εσωτερικά και εξωτερικά βιώματα που λαμβάνει μέρος στη θεραπεία συνδέεται με την αποδοχή άλλων ατόμων και το άνοιγμα προς αυτά.»

Στο έβδομο στάδιο ο ρόλος του θεραπευτή μειώνεται καθώς ο πελάτης, απελευθερωμένος, βασίζεται στις δικές του δυνάμεις για να προχωρήσει. Στο τελικό αυτό στάδιο, τα συναισθήματα, νέα και παλιά, βιώνονται πλήρως και μπορούν να μεταδοθούν πλήρως, ο πελάτης αποκτά μια αίσθηση αποδοχής και κυριότητας απέναντι στις εσωτερικές του διεργασίες, η εμπειρία γίνεται μια ρευστή διαδικασία, ελεύθερη από τους δομικούς περιορισμούς των πρώτων σταδίων, οι προσωπικές κατασκευές χαλαρώνουν και ο εαυτός ταυτίζεται πλέον με την οργανισμική εμπειρία και το βίωμα.

Όταν η θεραπεία πάει καλά, η αυτοεικόνα του πελάτη αλλάζει, και από το σημείο που ήταν φτωχή και εκφραζόταν σε συμπεριφορές που έτειναν να ενισχύουν την αρνητική εκτίμηση του εαυτού, καταλήγει να προσεγγίζει την ουσιαστική αξία του συνολικού οργανισμού. Την αλλαγή αυτή, ακολουθεί και η συμπεριφορά του πελάτη η οποία αρχίζει να αντικατοπτρίζει τη βελτίωση και να εμπλουτίζει περαιτέρω την αντίληψη του εαυτού.

Η θεραπεία επιδρά επίσης στην εμπειρία και τη συνείδηση. Καθώς ο πελάτης ανοίγεται στην εμπειρία του, αντιλαμβάνεται ότι ο οργανισμός του είναι αξιόπιστος. Βιώνει λιγότερο φόβο απέναντι στις συναισθηματικές αντιδράσεις που έχει. Υπάρχει μια αυξανόμενη εμπιστοσύνη, ακόμα και συμπάθεια, για το περίτεχνο και πλούσιο σύνολο συναισθημάτων και τάσεων που υπάρχουν μέσα του σε οργανικό επίπεδο. Η συνείδηση, αντί να είναι ο φύλακας επικίνδυνων και απρόβλεπτων παρορμήσεων, γίνεται απλά ένα μέρος ενός συνόλου παρορμήσεων, συναισθημάτων και σκέψεων, τα οποία αυτοδιαχειρίζονται ικανοποιητικά όταν δεν είναι καταπιεστικά φυλαγμένα.

Ο πελάτης ξεκινάει ν’ απομακρύνεται, στην αρχή διστακτικά και με φόβο, από τα προσωπεία που χρησιμοποιούσε πριν, από τον εαυτό που δεν είναι αληθινός, και κινείται προς τα να γίνει αυτός που πραγματικά είναι, αν και μπορεί στην αρχή να μη γνωρίζει τι ακριβώς είναι αυτό. Απομακρύνεται επίσης από την καταπιεστική και περιοριστική εικόνα αυτού «που οφείλει να είναι». Δεν καθορίζεται πλέον και δε ζει σύμφωνα με το πώς τον θέλουν οι άλλοι να είναι και από τις προσδοκίες εκείνων, αλλά βασιζόμενος στην ελευθερία που του παρέχεται στη θεραπεία, θέτει τους δικούς του στόχους και ξεκινάει να αυτοκαθορίζεται.

Αυτή η απόταξη όμως των κοινωνικών «πρέπει» και η αυξανόμενη αίσθηση αυτονομίας, δεν ταυτίζεται με απομόνωση και εγωκεντρικότητα. Το άνοιγμα προς τα εσωτερικά και εξωτερικά βιώματα που λαμβάνει μέρος στη θεραπεία συνδέεται με την αποδοχή άλλων ατόμων και το άνοιγμα προς αυτά. Καθώς ο πελάτης αναπτύσσει την ικανότητα να αποδέχεται και να εκτιμά τα δικά του βιώματα, οδεύει παράλληλα προς την αποδοχή και την εκτίμηση των βιωμάτων των άλλων. Επίσης, επιδεικνύει λιγότερα νευρωσικά και ψυχωσικά χαρακτηριστικά και περισσότερα χαρακτηριστικά ενός υγιούς ανθρώπου, ενώ γίνεται πιο ρεαλιστικός στις απόψεις του για την προσωπικότητα και τη ζωή του. Στη συμπεριφορά του επιδεικνύει ανάλογες αλλαγές. Αποθαρρύνεται λιγότερο από το καθημερινό άγχος και ξεπερνάει τις αποτυχίες πιο γρήγορα. Γίνεται πιο ώριμος, λιγότερο αμυντικός, πιο προσαρμοστικός, ικανότερος να αντιμετωπίσει δημιουργικά τις καταστάσεις. 

Συνοπτικά, μέσα στη ζεστασιά και την κατανόηση της θεραπευτικής σχέσης, ο πελάτης αφήνει πίσω προσωπεία που χρησιμοποιούσε τόσο απέναντι στον κόσμο όσο και απέναντι στον εαυτό του, εξερευνεί στοιχεία του χαρακτήρα του που άλλοτε φοβόταν και αγνοούσε. Έτσι, σταδιακά γίνεται όλο και περισσότερο ο εαυτός του, όχι ένα προσωπείο συμμόρφωσης και άμυνας, αλλά μια ζώσα, ρέουσα, ευαίσθητη και αμφίρροπη διαδικασία, γίνεται δηλαδή Πρόσωπο.

Βιβλιογραφία

  • Rogers C. R. (1961), On Becoming a Person, London, Constable. Ελληνική Έκδοση: H Γένεση του Προσώπου, (2006),Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα.
  • Thorne B. (2003), Carl Rogers, London, SAGE Publications Ltd.
  • Tudor K. & Worrall M. (2006), Person-Centred Therapy – A Clinical Philosophy, Hove, Routledge.

Η σημασία της χρονικότητας στους διαπληκτισμούς

Μια από τις πιο δημοφιλείς έννοιες που έχουν προκύψει και αναπαράγονται τα τελευταία χρόνια είναι αυτή του timing ή χρονικότητας. Ενώ συνήθως χρησιμοποιείται αναφορικά με τη σύναψη των ερωτικών σχέσεων, η συνάφειά της δεν εξαντλείται εκεί. Αντιθέτως, έχει εφαρμογή και στη συνέχεια της σχέσης και δεν περιορίζεται μόνο σε ερωτικής φύσεως συστήματα. Ένα καλό παράδειγμα είναι η περίπτωση των εντάσεων και συνεπακόλουθων διαπληκτισμών. 

Πότε μαλώνουν οι άνθρωποι; Με ποιον; Για ποιο ακριβώς πράγμα;

Αυτές είναι κάποιες ερωτήσεις που στην ανάλυσή τους καταδεικνύουν τη σημασία που έχει ο χρόνος στη διαμόρφωση της επικοινωνίας και την ενδεχόμενη επίλυση ή μη της σύγκρουσης. 

Πότε;

Φυσικά η ανθρώπινη αλληλεπίδραση και ειδικά οι πιο θυμικές της εκφάνσεις δεν μπορούν και δε θα έπρεπε να είναι προϊόν προγραμματισμού. Οι εντάσεις προκύπτουν συχνά αιφνιδιαστικά και για λίγο ή πολύ απαιτούν την προσοχή μας και την άμεση διαχείρισή τους.

Ένας διαπληκτισμός ο οποίος λαμβάνει μέρος στο τέλος μιας κοπιαστικής ημέρας νομοτελειακά θα φέρει και την ένταση της ημέρας (δουλειά, υποχρεώσεις, κούραση). Σε ένα άλλο παράδειγμα, αν συμβαίνει πριν τη λήξη μιας προθεσμίας (επαγγελματική, ακαδημαϊκή, κάποιο ζήτημα υγείας), αυτή η στρεσογόνα αναμονή θα συνεισφέρει τη δική της ένταση στο διαπληκτισμό, αν μη τι άλλο αξιοποιώντας τον ως μορφή εκτόνωσης. Αφού είναι άτοπος ένας προγραμματισμός του καυγά, είναι χρήσιμο να έχουμε κατά νου το χρονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο προετοιμάζεται και εκφράζεται για να γνωρίζουμε τι άλλο μπορεί να υπεισέρχεται σ’ αυτόν. Διότι αυτό μπορεί να είναι που διογκώνει άνευ λόγου και παρατείνει τη διάρκεια του καυγά, δίχως να του επιτρέπει ν’ ακολουθήσει τη φυσική του πορεία.

Ενώ η ένταση, λοιπόν, μπορεί να απαιτεί την προσοχή μας ακόμα και όταν δεν είναι βολικό και οι συνθήκες είναι αντίξοες, είναι επιβαρυντικό για τη σχέση ν’ αγνοείται τελείως ή ν’ αναβάλλεται δίχως να συζητηθεί έστω στοιχειωδώς. Μπορεί να οριστεί συναινετικά μια άλλη χρονική στιγμή που θα συζητηθεί, λαμβάνοντας έτσι υπόψη τη χρονικότητα και λειτουργώντας παράλληλα με σεβασμό στη σχέση. Χρήσιμη είναι εδώ η έννοια της άνω τελείας, η οποία ενώ μεν διακόπτει τη ροή του λόγου, το κάνει μ’ έναν τρόπο που επιτρέπει στον αναγνώστη να πάρει μια ανάσα και να συνεχίσει με πιο εύρυθμο τρόπο, σε αντίθεση με την τελεία που διακόπτει απόλυτα την πρόταση. Αν τη διακόψει ωστόσο πριν ολοκληρωθεί το νόημα, έχουμε μια ασύνδετη σύνταξη που δημιουργεί σύγχυση και δυσφορία. Στα πλαίσια της σχέσης αυτό παίρνει τη μορφή πχ. «Ήταν μια δύσκολη μέρα και το συζητάμε εδώ και μία ώρα. Ας πάμε για ύπνο και το συνεχίζουμε αύριο (άνω τελεία) ή «Δουλεύω όλη μέρα, δεν μπορώ να σε ακούσω, πάω για ύπνο (τελεία).

Με ποιον;

Μαθαίνουμε από το παρελθόν μας, από τις προηγούμενες σχέσεις, από τις πρώτες μας επαφές με τους γονείς και αυτή η βιωμένη γνώση μας διαμορφώνει σε διάφορους βαθμούς και μας συνοδεύει καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής. Μαθαίνουμε μοτίβα δράσης – αντίδρασης, κάνουμε υποθέσεις και αυτές οι διεργασίες βοηθούν, μέχρι ενός σημείου, στην επιβίωση και την ανάπτυξή μας. Είναι όμως και τα φαντάσματα που κουβαλάμε στη ράχη μας, έτοιμα να καταλάβουν το σώμα ενός συντρόφου, ενός φίλου, μιας γονεϊκής μορφής.

Σε συνθήκες έντασης, το βίωμα της αλληλεπίδρασης ανάγεται σε έναν εν δυνάμει σχεσιακό και συναισθηματικό κίνδυνο και βρισκόμαστε ενστικτωδώς σε μια κατάσταση εγρήγορσης και άμυνας. Σε μια τέτοια κατάσταση εσωστρέφειας και μη σύνδεσης, δε δύναται να υπάρξει μια βαθιά συνάντηση με τον άλλον ως παρούσα ολότητα. Συνεπώς γίνεται πιο εύκολο το να προβληθούν πάνω στον άλλον παρελθοντικές εικόνες και πρόσωπα. Επίσης η σχέση μπορεί να είναι και αντίστροφη, δηλαδή κάτι που μπορεί να θυμίζει παρελθοντικές εικόνες και πρόσωπα να προκαλεί αντανακλαστικά μια στάση άμυνας, η οποία δημιουργεί απόσταση και αποτρέπει μια ενδεχόμενη διάκριση συμπεριφορών και ίαση τραυμάτων. 

Φυσικά τέτοιου είδους προβολές, πέρα από το αυτονόητο ότι κάποιες φορές μπορεί όντως να ταυτίζονται τα χαρακτηριστικά και οι συμπεριφορές, είναι αναμενόμενες σ’ ένα βαθμό και δεν είναι καταδικαστέες. Το σημαντικό είναι η αναγνώριση τους όταν συμβαίνουν έτσι ώστε να μην επιβαρύνεται η σχέση και η ενεργή αλληλεπίδραση με παρελθοντικά κατάλοιπα. Εφόσον αναγνωριστεί, μπορεί ν’ αποτελέσει και μια εξαιρετική ευκαιρία για επεξεργασία των καταλοίπων αυτών in vivo, από μια πιο ώριμη φάση ζωής και σ’ ένα πιο υγιές πλαίσιο.

Για ποιο ακριβώς πράγμα;

Είναι συνήθης πρακτική κάποια ζητήματα, ειδικά όταν δε διαφαίνεται μια άμεση λύση ή το έδαφος δεν είναι πρόσφορο για ανάλυση, να «μπαίνουν κάτω από το χαλί». Ωστόσο το τραύμα πάντα θα επιζητάει την επίλυσή του και θα επανέρχεται στην επιφάνεια μέχρι να επουλωθεί. Έτσι μπορεί να συμβαίνει με αφορμή μια τυχαία ένταση ή σύγκρουση να προκύπτουν στην κουβέντα και παρελθοντικά, άλυτα ζητήματα και αγκυλώσεις.

Μια τέτοια -φαινομενική- τυχαιότητα μπορεί αφενός να εκτροχιάσει την κατάσταση αλλά μπορεί να είναι και μια ευκαιρία για ετεροχρονισμένη επίλυση. Αν υπάρχει κάποια συνάφεια μεταξύ των δύο ή περισσότερων σημείων τριβής, το να εξευρεθεί ένα μονοπάτι, ένας οδηγός διαχείρισης τρόπον τινά στην παρούσα φάση, τότε αυτό μπορεί να έχει εφαρμογή σε κάθε αντίστοιχη διαφωνία, με τις απαραίτητες τροποποιήσεις και προσαρμογές κάθε φορά, επιλύοντας τόσο το τρέχον ζήτημα όσο και αντίστοιχα που συνέβησαν ή θα συμβούν. Δε χρειάζεται ν’ ανακαλύπτεται ο τροχός σε κάθε σύγκρουση και η σχέση αναπτύσσει τα εργαλεία για την αυτορρύθμιση της. 

Αυτή όμως η παρείσφρηση του παρελθόντος στο παρόν μπορεί να λειτουργεί επιβαρυντικά εις βάρος του δεύτερου και να διογκώνει την ένταση. Μιλώντας μεταφορικά, το χαλί έχει περιορισμένη χωρητικότητα και αναπτύσσει ένα δικό του οικοσύστημα, όπου ό,τι έχει καταχωνιαστεί και απομονωθεί εκεί δεν είναι παγωμένο στο χρόνο. Μεγαλώνει και αναπτύσσεται εν κενώ και με εσωστρέφεια, τρεφόμενο από μια παγωμένη στο χρόνο ένταση, δίχως τη δυνατότητα να αλληλεπιδράσει με προσαρμοστικό τρόπο με την πραγματικότητα της σχέσης. Φτάνει στο σημείο λοιπόν να εκφράζεται με εκρηκτικό συνήθως τρόπο. 

Θα ήταν χρήσιμο αντί να κρύβονται και να καταπιέζονται εντάσεις, διαφωνίες, δυσφορίες, να βγαίνουν στο φως στην ώρα τους, να συζητιόνται και ν’ απαντώνται. Ακόμα και αν πρόκειται για κάτι το άλυτο του οποίου η ανάλυση θεωρείται αδιέξοδη, μπορεί ν’ αναγνωριστεί ως τέτοιο στο παρόν, και να θεωρηθεί ως μια δομική διαφοροποίηση ιδεών, στάσεων, απόψεων, προτιμήσεων που έχει και αυτό το χώρο του στη σχέση, ανοιχτά όμως και με κοινή συναίνεση, αντί για κάτι το κρυφό και το καταπιεσμένο που καρτερεί να βγει στην επιφάνεια και να δυναμιτίσει. Δεδομένου ότι είναι αδύνατον δύο άνθρωποι να ταυτίζονται πλήρως, τέτοιους είδους δομικές διαφοροποιήσεις είναι πλέον φυσικές και αναμενόμενες, δίχως να καταδεικνύουν απαραίτητα ένα πρόβλημα στη σχέση. Φυσικά κάποιες διαφοροποιήσεις μπορεί να έχουν, βάση προσωπικού νοήματος, θεμελιώδη αξία και να μην είναι εφικτή η συνέχιση της σχέσης όταν εντοπίζονται. Εκεί προκύπτουν ζητήματα επιλογής και προτεραιοτήτων.

Εν κατακλείδι, δίχως να δύναται να γίνει μια εξαντλητική ανάλυση της διάστασης της χρονικότητας στην ανθρώπινη αλληλεπίδραση, ένα χρήσιμο συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί είναι ότι γενικά μια γόνιμη σχέση είναι αυτή που μαθαίνει από το παρελθόν και εμπνέεται από το μέλλον. Η σχέση αυτή η οποία είναι εδραιωμένη στο τώρα, βιωμένη στο παρόν, ελεύθερη ν’ ανθίσει ή να αποπνεύσει βάση του δυναμικού της και όχι λόγω ετερόκλητων χρονικά παραγόντων, πιστή στον εαυτό της.  

Βασικές αρχές της θεραπείας

Η ψυχοθεραπευτική προσέγγιση του Rogers βασίστηκε στη σταδιακά σχηματισμένη και δοκιμασμένη υπόθεση ότι το άτομο έχει μέσα του τεράστιες δυνατότητες για να κατανοήσει τον εαυτό του και ν’ αλλάξει την αυτοεικόνα του, τις στάσεις και τις συμπεριφορές του, και μπορεί να κάνει χρήση αυτών των δυνατοτήτων του εάν του εξασφαλιστεί ένα περιβάλλον με ευνοϊκές ψυχολογικές ιδιότητες.

Οι ιδιότητες αυτές στην περίπτωση της ψυχοθεραπείας είναι η άνευ όρων αποδοχή, η ενσυναίσθηση και η αυθεντικότητα. Αν και σχηματοποιήθηκαν εντός του πλαισίου της ανθρωπιστικής προσέγγισης, είναι συναφείς και εφαρμόζονται σε διάφορους βαθμούς και σε άλλες προσεγγίσεις, όπου η θεραπευτική σχέση κατέχει ουσιαστικό ρόλο. 

«Ήταν σαν να άκουσε, 

και ένα τέτοιο άκουσμα σαν το δικό του μας τυλίγει σε μια σιωπή

στην οποία επιτέλους ξεκινάμε να ακούμε

αυτό που είμαστε προορισμένοι να γίνουμε

ΛAο – Τσε

Α. Άνευ όρων αποδοχή

Η βασική ανάγκη για θετική εκτίμηση που ο Rogers πίστευε ότι είναι οικουμενική στους ανθρώπους και επίμονη, δεν έχει εκπληρωθεί επαρκώς σ’ αυτούς που ζητούν θεραπεία. Είναι οπότε εξαιρετικής σημασίας, εάν είναι το άτομο να αποδεχτεί τον εαυτό του, να βιώσει πρώτα θετική εκτίμηση από το θεραπευτή. 

Η αντίληψη του Rogers για την αποδοχή, της οποίας επέκταση είναι και η άνευ όρων θετική αποδοχή, περιλαμβάνει ένα ενδιαφέρον από το θεραπευτή το οποίο είναι απαλλαγμένο από την κριτική και την αξιολόγηση των σκέψεων, συναισθημάτων και συμπεριφορών του πελάτη. Αντί να αποδέχεται ορισμένες πτυχές του πελάτη και να απορρίπτει άλλες, ο θεραπευτής βιώνει μια συνεχή, θετική, δίχως κτητικότητα ζεστασιά για τον πελάτη, κάτι το οποίο δεν μπορεί να γίνει τυπικά και σ’ ένα επιφανειακό επίπεδο. Μια τέτοια αποδοχή περιλαμβάνει όλο το φάσμα των συναισθημάτων και στάσεων του πελάτη, από την επιθετικότητα και την αδιαφορία έως την αγάπη και τη χαρά. 

Μια τέτοια στάση δεν είναι δείγμα ευκολοπιστίας του θεραπευτή, αλλά μια στάση που ευνοεί την εμπιστοσύνη και οδηγεί έτσι σε βαθύτερη αυτοεξερεύνηση. Μια αποδοχή τέτοιου είδους δεν επιτυγχάνεται εύκολα καθώς απαιτεί από το θεραπευτή την ικανότητα, η οποία προέρχεται από μέσα του βαθιά, να αποδέχεται τους ανθρώπους όπως είναι και όχι όπως θα ήθελε αυτός να είναι. Αμυντικά, επιθετικά, ευάλωτα και σε σύγκρουση άτομα έχουν ανάγκη από την ιαματική ιδιότητα της άνευ όρων αποδοχής, εάν είναι να ανακαλύψουν μέσα τους τις τεράστιες δυνατότητες για ανάπτυξη, με τις οποίες έχασαν επαφή σε κάποια φάση της ζωής τους.

Β. Ενσυναίσθηση

Η ενσυναίσθηση είναι μια διαδικασία, και όχι μια κατάσταση, η οποία έχει διάφορες πτυχές. Περιλαμβάνει την είσοδο στον ιδιωτικό, αντιληπτικό κόσμο του άλλου και την απόκτηση οικειότητας με αυτόν. Απαιτεί από τον θεραπευτή να είναι ευαίσθητος κάθε στιγμή στα συναισθήματα του άλλου ανθρώπου, σε οτιδήποτε και αν αισθάνεται και βιώνει. Είναι σαν να ζει ο θεραπευτής προσωρινά στον κόσμο του άλλου, κινούμενος εκεί με προσοχή, δίχως να κριτικάρει και χωρίς ποτέ να χάνει αυτήν τη σαν να ποιότητα. Σημαίνει ότι αντιλαμβάνεται νοήματα τα οποία ο πελάτης μπορεί και να μη γνωρίζει, αλλά δίχως να προσπαθεί ν’ αποκαλύψει εντελώς ασυνείδητα αισθήματα τα οποία μπορεί να φανούν απειλητικά. 

Στα πλαίσια της ενσυναίσθησης, ο θεραπευτής, κοιτώντας με φρέσκια και άφοβη ματιά τη ζωή του πελάτη, μπορεί να του μεταδώσει την αίσθηση που αυτή του προκαλεί, δίχως τη διαστρεβλωτική επίδραση του φόβου. Σημαίνει ότι ελέγχει συχνά με τον πελάτη, την εγκυρότητα των εντυπώσεών του, και ότι καθοδηγείται από τις απαντήσεις. Συντροφεύει με εμπιστοσύνη τον πελάτη στον εσωτερικό του κόσμο. 

Το να είναι με κάποιον άλλον με αυτόν τον τρόπο σημαίνει ότι θα πρέπει να παραμερίσει, έστω και προσωρινά, τις προσωπικές του απόψεις και αξίες για να εισέλθει στον κόσμο του άλλου δίχως προκαταλήψεις. Σημαίνει ότι κατά κάποιον τρόπο, παραμερίζει τον εαυτό του, κάτι το οποίο μπορεί να γίνει μόνο από ανθρώπους που είναι αρκετά ασφαλείς με αυτόν, ώστε να μη χάνονται στον εν δυνάμει παράξενο κόσμο του άλλου, αλλά να μπορούν να επιστρέφουν με ασφάλεια στον δικό τους κόσμο, όποτε το επιθυμούν.

Γ. Αυθεντικότητα

Η τρίτη και πιο βασική προϋπόθεση κατά τον Rogers, είναι η αυθεντικότητα. Αυθεντικότητα σημαίνει ότι ο θεραπευτής δείχνει τον πραγματικό του εαυτό στη σχέση, χωρίς προσωπείο και χωρίς να υιοθετεί έναν επαγγελματικό ρόλο. Τέτοια αυθεντικότητα, ωστόσο, εξαρτάται από την ικανότητα του θεραπευτή να διατηρήσει ένα υψηλό επίπεδο αυτογνωσίας. Πρέπει να είναι σε συνεχή επαφή με αυτό που βιώνει σε εμπειρικό ή οργανισμικό επίπεδο και να είναι ικανός να το μεταδώσει στον πελάτη όταν κρίνεται απαραίτητο και εξυπηρετεί τη θεραπευτική διεργασία. Από αυτήν την έννοια, ο θεραπευτής είναι διάφανος απέναντι στον πελάτη και μπορεί να διαχειριστεί απόλυτα και να εκφράσει, εάν είναι απαραίτητο, τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τις στάσεις που έχει την κάθε στιγμή. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην αναγνώριση των αρνητικών συναισθημάτων και σκέψεων, τα οποία πρέπει να είναι διάθεσιμα προς έκφραση όπως ακριβώς και τα θετικά, καθώς αυτά μπορεί να παρέμβουν ασυνείδητα και να αλλοιώσουν τη συμπεριφορά και τον τόνο της φωνής του θεραπευτή. 

Η αυθεντικότητα δε σημαίνει σε καμιά περίπτωση ότι ο θεραπευτής αδειάζει στον πελάτη όλα του τα αισθήματα και τις έγνοιες και μοιράζεται μαζί του κάθε τι που περνάει από το μυαλό του. Σημαίνει όμως ότι ο θεραπευτής προσπαθεί πάντα να είναι σ’ επαφή με ό,τι συμβαίνει μέσα του και να μην αρνείται εκείνες τις πτυχές της εμπειρίας που είναι άβολες ή δυσάρεστες. Η αυθεντικότητα απαιτεί από το θεραπευτή να εκφράζει και να είναι, δίχως αναστολές, τα οποιαδήποτε επίμονα συναισθήματα που υπάρχουν στη σχέση. Απαιτεί, κάθε στιγμή, το να αντιστέκεται στον πειρασμό να κρυφτεί πίσω από τη μάσκα του επαγγελματισμού, το ρόλο του ειδικού και το μυστήριο της θεραπευτικής διαδικασίας.

Δ. Θετική ανθρώπινη φύση

Θεμέλιος λίθος της Ροτζεριανής προσέγγισης, που μπορεί να θεωρηθεί και η τέταρτη, άτυπη προϋπόθεση της θεραπείας, είναι η πίστη ότι η ανθρώπινη φύση είναι θεμελιωδώς θετική. Όταν αυτή μπορεί να λειτουργήσει ελεύθερα, είναι δημιουργική και αξιόπιστη. Όταν το άτομο απαλλαγεί από την αμυντικότητα, ώστε να δέχεται όλα τα ερεθίσματα, είτε προέρχονται εκ των έσω είτε από το περιβάλλον, οι αντιδράσεις του θα είναι θετικές, δημιουργικές και θα τον πηγαίνουν μπροστά. Δε χρειάζεται κάποιον να τον κοινωνικοποιήσει, γιατί μία από τις βασικότερες ανάγκες του είναι η σύνδεση και η επικοινωνία με τους άλλους. Δε χρειάζεται κάποιον να ελέγξει τις παρορμήσεις του, γιατί η ανάγκη του γι’ αποδοχή και προσφορά εξισορροπεί τις αντικοινωνικές του τάσεις. 

Η συμπεριφορά του ατόμου, όταν το περιβάλλον δεν είναι διαστρεβλωτικό και αντίξοο, είναι ισορροπημένη, ρεαλιστική και κοινωνική. Είναι εξαιρετικά λογική, καθώς ο άνθρωπος κινείται προς τους στόχους που ο οργανισμός του ζητάει να πετύχει. Το πρόβλημα δημιουργείται όταν εγείρονται ψυχολογικές άμυνες, οπότε το άτομο κινείται συνειδητά προς μια κατεύθυνση ενώ οργανισμικά προς μια άλλη. Σε ευνοϊκές συνθήκες όμως, όπως για παράδειγμα στη θεραπεία, το άτομο μπορεί να επιδίδεται στις αυτοδιαχειριστικές λειτουργίες του οργανισμού του, τόσο τις ψυχολογικές όσο και τις φυσιολογικές, με τέτοιο τρόπο ώστε να ζει σε διαρκή αρμονία με τον εαυτό του και με τους άλλους.

Βιβλιογραφία

  • Thorne B. (2003), Carl Rogers, London, SAGE Publications Ltd.
  • Rogers C. R. (1980), A Way of Being, New York, Houghton Mifflin Company.
  • Rogers C. R. (1957) The necessary and sufficient conditions of personality change. Journal of Consulting Psychology, 21, 95-103.

Περί επικοινωνίας

Τα πάντα είναι επικοινωνία. Ένα βλέμμα, ένας μορφασμός, η καλημέρα που δεν εκφράζεται, η στάση του σώματος, ακόμα και η σιωπή πάλλεται και μεταφέρει ένα μήνυμα πέρα από την επιθυμία ή τον έλεγχό μας. Στο βιβλίο «Ανθρώπινη επικοινωνία και οι επιδράσεις της στην συμπεριφορά», οι συγγραφείς Watzlawick, Bavelas και Jackson, κάνουν λόγο για το ανέφικτο της μη επικοινωνίας.

Μέσα στο νοηματικό πλαίσιο αυτού του ανέφικτου, όπου το ανθρώπινο σύστημα βρίσκεται σε μια διαρκή ανταλλαγή πληροφοριών με το περιβάλλον του, εντοπίζονται 3 τρόποι συνάντησης με τους ανθρώπους τριγύρω μας. Απόρριψη, αποδοχή και ακύρωση της επικοινωνίας. Μπορούμε να δούμε πώς εφαρμόζονται αυτές οι στάσεις, παίρνοντας ένα πρακτικό παράδειγμα από την καθημερινή ζωή, όπως ένα ταξίδι με τρένο.

«Οι άνθρωποι όταν επικοινωνούν ή αποπειρώνται τουλάχιστον να επικοινωνήσουν, φέρουν στοιχεία του εαυτού τους

Από τους δύο συνεπιβάτες ο ένας ενδέχεται να επιδιώκει επικοινωνία και επαφή για να περάσει το χρόνο του. Ο δεύτερος μπορεί ν’ απορρίψει αυτήν την προσέγγιση, παραδείγματος χάριν με το να βάλει ακουστικά ή να κλείσει τα μάτια και να κοιμηθεί. Εναλλακτικά, μπορεί ν’ αποδεχτεί την προσέγγιση και να ξεκινήσει μια κουβέντα. Ή μπορεί να επιλέξει ν’ ακυρώσει την επικοινωνία, μην αναγνωρίζοντας την ύπαρξη του διπλανού του ή επιλέγοντας μια προσέγγιση αναίρεσης της επικοινωνίας και των δύο μερών μέσω αυτοαντιφάσεων, ανακολουθιών, αλλαγών θέματος, παρεκβάσεων. Και ενώ μια τέτοια συνθήκη μπορεί  να μην έχει ιδιαίτερο κόστος, οι προκλήσεις είναι πιο σημαντικές όταν πρόκειται για την επικοινωνία μεταξύ ενός ζευγαριού ή εντός μιας οικογένειας.

Οι άνθρωποι όταν επικοινωνούν ή αποπειρώνται τουλάχιστον να επικοινωνήσουν, φέρουν στοιχεία του εαυτού τους, τα οποία μπορεί να κυμαίνονται από πολύ περιφερειακά και ελάσσονος σημασίας έως βαθιά και δομικά στοιχεία της ζωής τους. Συνεπώς, οι προαναφερθείσες στάσεις μπορεί ν’ αφορούν κατά περίπτωση και σ’ ένα βαθμό και τον τρόπο που αλληλεπιδρά κάποιος με κάποιον άλλον ως σύνολο και όχι μόνο σε αυτό που εκφράζει ή δεν εκφράζει. 

Η στάση της αποδοχής ή επιβεβαίωσης του άλλου, ως επικοινωνούντα ατόμου, σημαίνει ότι ακούω ενεργητικά και συμμετοχικά αυτό που φέρνει ο άλλος στην αλληλεπίδραση και αποδέχομαι την εγκυρότητά του. Μπορεί να συμπεριλαμβάνει συμφωνία, εμπλουτισμό των πληροφοριών με προσωπικά, αντίστοιχα βιώματα ή ιδέες, την ενίσχυση, την συναινετική διερεύνηση και εμβάθυνση. Για την αξία της αποδοχής στις ανθρώπινες σχέσεις και το θεμελιώδη ρόλο που διαδραματίζει στην υγιή ανάπτυξη των ανθρώπων έχει μιλήσει εκτενώς ο Rogers, και αποτελεί έναν από τους 3 πυλώνες της ανθρωπιστικής σχολής. 

Η στάση της απόρριψης είναι πιο σύνθετη, ενώ θα πρέπει να διακρίνεται από τη στάση της μη επιβεβαίωσης/ακύρωσης. Όπως και στην περίπτωση της αποδοχής/επιβεβαίωσης, έτσι  και αυτή η στάση ενέχει ενεργητική και συμμετοχική ακρόαση, ωστόσο οδηγεί σε διαφορετική κατάληξη. Όταν συναντώνται υποκειμενικότητες, η μη ταύτιση δε συνεπάγεται την ακύρωση της εμπειρίας του άλλου άτομου, απλά τη διαφοροποίησή τους και την ενδεχόμενη διαφωνία. Όταν η διαδικασία αυτή γίνεται σ’ ένα πλαίσιο σεβασμού, σύμφωνη με τις αρχές του διαλόγου, δεν είναι επιβαρυντική για τα εμπλεκόμενα πρόσωπα. 

Αντίθετα, όταν δεν υπάρχει εμμονική οχύρωση στις θέσεις των εμπλεκόμενων προσώπων, η διαφωνία μπορεί να οδηγήσει σε νέες ιδέες και ν’ ανοίξει  το δρόμο για συνδιαμόρφωση και αμοιβαία εξέλιξη. Οι νέες πληροφορίες άλλωστε φέρνουν διαφορές και οι διαφορές στο σύστημα οδηγούν σ’ εξέλιξη. 

«Όταν συναντώνται υποκειμενικότητες, η μη ταύτιση δε συνεπάγεται την ακύρωση της εμπειρίας του άλλου άτομου.»

Σημαντικό είναι να αφαιρεθεί από την έννοια της διαφωνίας το περιττό ταμπού ώστε να αναδειχθούν οι χρήσιμες πτυχές της και να δούμε πέρα από τα δεσμά της αντικειμενικότητας. Η επιμονή σε μια ιδέα αντικειμενικότητας καλλιεργεί την αίσθηση ότι αν κάποιος διαφωνεί μαζί μας δεν μας έχει καταλάβει, γιατί αν καταλάβαινε θα έπρεπε να συμφωνήσει. Σε ένα φαινομενολογικό πλαίσιο, μπορεί να διαφωνεί ενώ μας καταλαβαίνει.

Έχοντας διευκρινίσει λοιπόν τη φύση της στάσης της απόρριψης, αφαιρώντας τις διάφορες επενδύσεις και παρερμηνείες, διακρίνεται η διαφορά της στάσης της μη επιβεβαίωσης/ακύρωσης. Η στάση αυτή πρωταρχικά δεν ενέχει ενεργητική και συμμετοχική ακρόαση. Σε ένα πιο θεμελιακό επίπεδο, δεν αναγνωρίζει καν το έτερο πρόσωπο ως πρόσωπο, ως άνθρωπο ισότιμο, ώριμο, αυτόνομο. Οι εκφάνσεις κυμαίνονται από πλήρη αδιαφορία για τον άλλον, ο οποίος μπορεί να μην αναγνωρίζεται καν ως φυσική παρουσία ενώπιόν μας, έως και εμπλοκή σε αλληλεπίδραση αλλά με όρους αλλοπρόσαλλους, υπονομευτικούς και αποπροσανατολιστικούς. 

Εφόσον όμως η μη επικοινωνία είναι κάτι το ανέφικτο ακόμα και αν προσποιηθούμε, τότε ακόμα και σε αυτήν την περίπτωση υπάρχει μια επικοινωνία, η οποία όμως αποκτά τη φύση του Εγώ-Αυτό (I-It) αντί για σχέση προσώπων (I – Thou), κατά Buber. Μια τέτοια στάση, ιδιαίτερα όταν είναι συστηματική και σε στενές σχέσεις, είναι εξαιρετικά επιζήμια για την ανάπτυξη και γενική ψυχική ευημερία του ανθρώπου που την υφίσταται και μπορεί να οδηγήσει  σε μια εύθραυστη, ανασφαλή, πληγωμένη ψυχοσύνθεση ή και μια καθημερινότητα γεμάτη εντάσεις και δυσφορία. Ακόμα και ο άνθρωπος ωστόσο που τηρεί τη στάση και βρίσκεται από την άλλη μεριά, δεν παραμένει αλώβητος. Οι σχέσεις που δημιουργεί ενδέχεται να είναι πιο ανώριμες, άνισες και να τον αποκόπτουν από μια γνήσια σύνδεση, η οποία παραδοσιακά υποβοηθάει την προσωπική ωρίμανση και ψυχική ευεξία. 

Εν κατακλείδι, οι άνθρωποι είμαστε ο καθρέφτης ο ενός του άλλου. Το πώς συσχετιζόμαστε με το συνάνθρωπο, είτε είναι ένα σημαίνον πρόσωπο είτε κάποια περαστική παρουσία, επηρεάζει το πώς συσχετιζόμαστε οι ίδιοι με τον εαυτό μας. Σε ένα δεύτερο επίπεδο και από μια οικολογική, συστημική προοπτική, επηρεάζει το είδος της κοινωνίας που διαμορφώνουμε και μας διαμορφώνει με τη σειρά της. Μην αναγνωρίζοντας τον άνθρωπο που έχουμε απέναντί μας, περιφρονούμε το κοινό κομμάτι της ανθρώπινης φύσης που όλοι φέρουμε εντός μας.

Βιβλιογραφία

  • Μουλαδούδης Γ. Αθ. (2002), Η έννοια του προσώπου στο έργο του Martin Buber και του Carl Rogers. Συγκριτική μελέτη – Εφαρμογές στη συμβουλευτική και στην παιδαγωγική, Πανεπιστήμιο Πατρών, Πάτρα.
  • Rogers C.R. (1979) The foundations of the person-centred approach. Education, 100(2), 98-107.
  • Watzlawick P., Bavelas J.B., Jackson D.D. (1967), Pragmatics of human communication, W.W. Norton & Company, New York – London