Featured

Περί επικοινωνίας

Τα πάντα είναι επικοινωνία. Ένα βλέμμα, ένας μορφασμός, η καλημέρα που δεν εκφράζεται, η στάση του σώματος, ακόμα και η σιωπή πάλλεται και μεταφέρει ένα μήνυμα πέρα από την επιθυμία ή τον έλεγχό μας. Στο βιβλίο «Ανθρώπινη επικοινωνία και οι επιδράσεις της στην συμπεριφορά», οι συγγραφείς Watzlawick, Bavelas και Jackson, κάνουν λόγο για το ανέφικτο της μη επικοινωνίας.

Μέσα στο νοηματικό πλαίσιο αυτού του ανέφικτου, όπου το ανθρώπινο σύστημα βρίσκεται σε μια διαρκή ανταλλαγή πληροφοριών με το περιβάλλον του, εντοπίζονται 3 τρόποι συνάντησης με τους ανθρώπους τριγύρω μας. Απόρριψη, αποδοχή και ακύρωση της επικοινωνίας. Μπορούμε να δούμε πώς εφαρμόζονται αυτές οι στάσεις, παίρνοντας ένα πρακτικό παράδειγμα από την καθημερινή ζωή, όπως ένα ταξίδι με τρένο.

«Οι άνθρωποι όταν επικοινωνούν ή αποπειρώνται τουλάχιστον να επικοινωνήσουν, φέρουν στοιχεία του εαυτού τους

Από τους δύο συνεπιβάτες ο ένας ενδέχεται να επιδιώκει επικοινωνία και επαφή για να περάσει το χρόνο του. Ο δεύτερος μπορεί ν’ απορρίψει αυτήν την προσέγγιση, παραδείγματος χάριν με το να βάλει ακουστικά ή να κλείσει τα μάτια και να κοιμηθεί. Εναλλακτικά, μπορεί ν’ αποδεχτεί την προσέγγιση και να ξεκινήσει μια κουβέντα. Ή μπορεί να επιλέξει ν’ ακυρώσει την επικοινωνία, μην αναγνωρίζοντας την ύπαρξη του διπλανού του ή επιλέγοντας μια προσέγγιση αναίρεσης της επικοινωνίας και των δύο μερών μέσω αυτοαντιφάσεων, ανακολουθιών, αλλαγών θέματος, παρεκβάσεων. Και ενώ μια τέτοια συνθήκη μπορεί  να μην έχει ιδιαίτερο κόστος, οι προκλήσεις είναι πιο σημαντικές όταν πρόκειται για την επικοινωνία μεταξύ ενός ζευγαριού ή εντός μιας οικογένειας.

Οι άνθρωποι όταν επικοινωνούν ή αποπειρώνται τουλάχιστον να επικοινωνήσουν, φέρουν στοιχεία του εαυτού τους, τα οποία μπορεί να κυμαίνονται από πολύ περιφερειακά και ελάσσονος σημασίας έως βαθιά και δομικά στοιχεία της ζωής τους. Συνεπώς, οι προαναφερθείσες στάσεις μπορεί ν’ αφορούν κατά περίπτωση και σ’ ένα βαθμό και τον τρόπο που αλληλεπιδρά κάποιος με κάποιον άλλον ως σύνολο και όχι μόνο σε αυτό που εκφράζει ή δεν εκφράζει. 

Η στάση της αποδοχής ή επιβεβαίωσης του άλλου, ως επικοινωνούντα ατόμου, σημαίνει ότι ακούω ενεργητικά και συμμετοχικά αυτό που φέρνει ο άλλος στην αλληλεπίδραση και αποδέχομαι την εγκυρότητά του. Μπορεί να συμπεριλαμβάνει συμφωνία, εμπλουτισμό των πληροφοριών με προσωπικά, αντίστοιχα βιώματα ή ιδέες, την ενίσχυση, την συναινετική διερεύνηση και εμβάθυνση. Για την αξία της αποδοχής στις ανθρώπινες σχέσεις και το θεμελιώδη ρόλο που διαδραματίζει στην υγιή ανάπτυξη των ανθρώπων έχει μιλήσει εκτενώς ο Rogers, και αποτελεί έναν από τους 3 πυλώνες της ανθρωπιστικής σχολής. 

Η στάση της απόρριψης είναι πιο σύνθετη, ενώ θα πρέπει να διακρίνεται από τη στάση της μη επιβεβαίωσης/ακύρωσης. Όπως και στην περίπτωση της αποδοχής/επιβεβαίωσης, έτσι  και αυτή η στάση ενέχει ενεργητική και συμμετοχική ακρόαση, ωστόσο οδηγεί σε διαφορετική κατάληξη. Όταν συναντώνται υποκειμενικότητες, η μη ταύτιση δε συνεπάγεται την ακύρωση της εμπειρίας του άλλου άτομου, απλά τη διαφοροποίησή τους και την ενδεχόμενη διαφωνία. Όταν η διαδικασία αυτή γίνεται σ’ ένα πλαίσιο σεβασμού, σύμφωνη με τις αρχές του διαλόγου, δεν είναι επιβαρυντική για τα εμπλεκόμενα πρόσωπα. 

Αντίθετα, όταν δεν υπάρχει εμμονική οχύρωση στις θέσεις των εμπλεκόμενων προσώπων, η διαφωνία μπορεί να οδηγήσει σε νέες ιδέες και ν’ ανοίξει  το δρόμο για συνδιαμόρφωση και αμοιβαία εξέλιξη. Οι νέες πληροφορίες άλλωστε φέρνουν διαφορές και οι διαφορές στο σύστημα οδηγούν σ’ εξέλιξη. 

«Όταν συναντώνται υποκειμενικότητες, η μη ταύτιση δε συνεπάγεται την ακύρωση της εμπειρίας του άλλου άτομου.»

Σημαντικό είναι να αφαιρεθεί από την έννοια της διαφωνίας το περιττό ταμπού ώστε να αναδειχθούν οι χρήσιμες πτυχές της και να δούμε πέρα από τα δεσμά της αντικειμενικότητας. Η επιμονή σε μια ιδέα αντικειμενικότητας καλλιεργεί την αίσθηση ότι αν κάποιος διαφωνεί μαζί μας δεν μας έχει καταλάβει, γιατί αν καταλάβαινε θα έπρεπε να συμφωνήσει. Σε ένα φαινομενολογικό πλαίσιο, μπορεί να διαφωνεί ενώ μας καταλαβαίνει.

Έχοντας διευκρινίσει λοιπόν τη φύση της στάσης της απόρριψης, αφαιρώντας τις διάφορες επενδύσεις και παρερμηνείες, διακρίνεται η διαφορά της στάσης της μη επιβεβαίωσης/ακύρωσης. Η στάση αυτή πρωταρχικά δεν ενέχει ενεργητική και συμμετοχική ακρόαση. Σε ένα πιο θεμελιακό επίπεδο, δεν αναγνωρίζει καν το έτερο πρόσωπο ως πρόσωπο, ως άνθρωπο ισότιμο, ώριμο, αυτόνομο. Οι εκφάνσεις κυμαίνονται από πλήρη αδιαφορία για τον άλλον, ο οποίος μπορεί να μην αναγνωρίζεται καν ως φυσική παρουσία ενώπιόν μας, έως και εμπλοκή σε αλληλεπίδραση αλλά με όρους αλλοπρόσαλλους, υπονομευτικούς και αποπροσανατολιστικούς. 

Εφόσον όμως η μη επικοινωνία είναι κάτι το ανέφικτο ακόμα και αν προσποιηθούμε, τότε ακόμα και σε αυτήν την περίπτωση υπάρχει μια επικοινωνία, η οποία όμως αποκτά τη φύση του Εγώ-Αυτό (I-It) αντί για σχέση προσώπων (I – Thou), κατά Buber. Μια τέτοια στάση, ιδιαίτερα όταν είναι συστηματική και σε στενές σχέσεις, είναι εξαιρετικά επιζήμια για την ανάπτυξη και γενική ψυχική ευημερία του ανθρώπου που την υφίσταται και μπορεί να οδηγήσει  σε μια εύθραυστη, ανασφαλή, πληγωμένη ψυχοσύνθεση ή και μια καθημερινότητα γεμάτη εντάσεις και δυσφορία. Ακόμα και ο άνθρωπος ωστόσο που τηρεί τη στάση και βρίσκεται από την άλλη μεριά, δεν παραμένει αλώβητος. Οι σχέσεις που δημιουργεί ενδέχεται να είναι πιο ανώριμες, άνισες και να τον αποκόπτουν από μια γνήσια σύνδεση, η οποία παραδοσιακά υποβοηθάει την προσωπική ωρίμανση και ψυχική ευεξία. 

Εν κατακλείδι, οι άνθρωποι είμαστε ο καθρέφτης ο ενός του άλλου. Το πώς συσχετιζόμαστε με το συνάνθρωπο, είτε είναι ένα σημαίνον πρόσωπο είτε κάποια περαστική παρουσία, επηρεάζει το πώς συσχετιζόμαστε οι ίδιοι με τον εαυτό μας. Σε ένα δεύτερο επίπεδο και από μια οικολογική, συστημική προοπτική, επηρεάζει το είδος της κοινωνίας που διαμορφώνουμε και μας διαμορφώνει με τη σειρά της. Μην αναγνωρίζοντας τον άνθρωπο που έχουμε απέναντί μας, περιφρονούμε το κοινό κομμάτι της ανθρώπινης φύσης που όλοι φέρουμε εντός μας.

Βιβλιογραφία

  • Μουλαδούδης Γ. Αθ. (2002), Η έννοια του προσώπου στο έργο του Martin Buber και του Carl Rogers. Συγκριτική μελέτη – Εφαρμογές στη συμβουλευτική και στην παιδαγωγική, Πανεπιστήμιο Πατρών, Πάτρα.
  • Rogers C.R. (1979) The foundations of the person-centred approach. Education, 100(2), 98-107.
  • Watzlawick P., Bavelas J.B., Jackson D.D. (1967), Pragmatics of human communication, W.W. Norton & Company, New York – London

Η ασφυξία της ανδρικής πανοπλίας

«Αν δε βγάζω πολλά λεφτά είμαι ανάξιος», «Αν μοιραστώ τις αγωνίες με τους φίλους μου θα ξεφτιλιστώ», «Φοβάμαι μήπως είμαι ανεπαρκής για τη σύντροφό μου», «Αν λυγίσω, δεν είμαι άντρας». Κάπως έτσι μεταφράζονται, μεταξύ πολλών άλλων αντίστοιχων δηλώσεων, οι ήχοι που κάνει μια ανθρώπινη ύπαρξη καθώς δυσφορεί και χτυπάει στα τοιχώματα μιας άκαμπτης, σκληρής πανοπλίας που την περιβάλλει. Μια πανοπλία σφυρηλατημένη μέσα σε αιώνες πολιτισμικών κατασκευών και δυσλειτουργικών νορμών, από αρχαία θρησκευτικά κείμενα μέχρι τις σύγχρονες αναπαραστάσεις του σινεμά και της διαφήμισης, που έχει στον πυρήνα της την παθογόνα ιδέα του «Οι άντρες δεν κλαίνε».

Από μικρή ηλικία ξεκινάει η γαλούχηση των αγοριών με διάφορες ιδέες και προκαταλήψεις, ενισχύοντας μια ταυτότητα φύλου που εχθρεύεται την ευαλωτότητα και την αυθεντική επαφή με το συναίσθημα, πότε με πιο εμφανείς τρόπους και πότε με πιο διακριτικούς. Έμφυλα παιχνίδια, καλλιέργεια ανταγωνισμού και επιθετικότητας, διάφορα αποφθέγματα-νουθεσίες («Τα αγόρια δεν κλαίνε», «Να είσαι δυνατός»), επιστρατεύονται για να χτίσουν μια περσόνα με κομμάτια της ύπαρξης ατροφικά ή και κατακρεουργημένα. Στη λογική τους συνέχεια διαπλάθουν άντρες που είναι –ή αποσκοπούν καταναγκαστικά να είναι- αρχέτυπα επιτυχημένου καριερίστα, σκληρού αρσενικού ως κινηματογραφική φιγούρα, ασυγκράτητου κυνηγού που βιώνει τη γυναίκα ως θήραμα και τρόπαιο. Αυτά στη μεριά της απαστράπτουσας βιτρίνας ενός καθημερινού Χόλυγουντ που αποτελούν την «ελκυστική» πτυχή.

Η εικόνα ωστόσο πέρα και πίσω από τη βιτρίνα δεν είναι ούτε ελκυστική ούτε ιδιαίτερα λειτουργική αναφορικά με τον τομέα της ψυχικής υγείας. Αυτή η σύγκρουση βασικών ανθρωπίνων αναγκών, αυθεντικότητας και προσδοκιών, ανάλογα και με το επίπεδο αυτογνωσίας και συνειδητότητας του καθενός, εκφράζεται σε ψυχοσωματικά συμπτώματα. Συνήθη μεταξύ αυτών είναι οι πονοκέφαλοι, γαστρεντερολογικά προβλήματα, στυτικές δυσλειτουργίες, υπερκόπωση. Σε ψυχοσυναισθηματικό επίπεδο συναντάται άγχος, εκνευρισμός, οργή και ξεσπάσματα, συναισθηματική απόσυρση. Τα δάκρυα που δεν εκφράζονται από φόβο ή ντροπή παραμένουν στο κεφάλι και το βαραίνουν, πιέζοντας, απαιτώντας τη φυσική τους έκφραση. Το συναίσθημα που «καταπίνεται» γιατί θεωρείται πως ο κόσμος το εχθρεύεται και το απαξιώνει, κατακάθεται στο στομάχι και πιέζει. Η κούραση, η προσδοκία, η πίεση, η κατακερματισμένη αντίληψη της ερωτικής επαφής, βαραίνουν με τη σειρά τους τα γεννητικά όργανα.

Κεντρικό ζητούμενο στην ανατροπή αυτών των στερεοτύπων και ψυχοκοινωνικών καταναγκασμών είναι πρωτίστως η αμφισβήτησή τους ως ένας απόλυτος κανόνας που οτιδήποτε περάν αυτού στιγματίζεται ως αδύναμο, ανάξιο, παρά φύση. Αυτό ανοίγει το δρόμο για να εξερευνηθούν εναλλακτικά μοτίβα σκέψης, συμπεριφοράς και συσχέτισης με τον κόσμο και τους άλλους ανθρώπους. Δίνεται χώρος στο ψυχικά μικρό αγόρι να δημιουργήσει μια νέα πραγματικότητα πέρα από τη γεμάτη αναχρονιστικές νόρμες ανατροφή του, όπου βασικοί πυλώνες είναι το παιχνίδι, η ξεγνοιασιά, το χάδι, η επαφή, η φροντίδα, το κλάμα και το γέλιο. Η έκφραση και η επικοινωνία γίνονται βασικοί οδοί για μια επαναδιαπραγμάτευση της εργασιακής, κοινωνικής, ερωτικής του υπόστασης.

Το πρότυπο του «σκληρός άνδρας που αντέχει», μετουσιώνεται σε ανθεκτικός άνθρωπος που φροντίζει και φροντίζεται, δημιουργώντας βιώσιμα συστήματα ανατροφοδότησης που δεν εξαντλούν αλλά αναζωογονούν. Το χρήμα και η καριέρα από αυτοσκοποί εκπίπτουν σε μέσα προς την εκπλήρωση των αυθεντικών αναγκών, απελευθερώνοντας υπαρξιακό χώρο και επιτρέποντας προσαρμογές, μικρές ή μεγάλες. Το σεξ, από status και αποξενωτική δοκιμασία ανάγεται σε σχεσιακή πραγματικότητα που αφομοιώνει αρμονικά επιθυμίες, φαντασιώσεις, απόλαυση αλλά και αγκυλώσεις, τραύματα και ανησυχίες. Η κοινωνική ζωή, από μια εγρήγορση αποφυγής βαθύτερων ζητημάτων, ντροπής ή και ανταγωνισμού, γίνεται ένας χώρος αμοιβαιότητας και εμπιστοσύνης καθώς επιτρέπονται να εξερευνηθούν ζητήματα που ούτως ή άλλως είναι πανανθρώπινα και απασχολούν την πλειονότητα των ανθρώπων, είτε συζητούνται ή όχι.

Ο δρόμος της αλλαγής δεν είναι εύκολος. Αιώνες προπαγάνδας, στερεοτύπων, γαλούχησης. Ωστόσο διακρίνεται ως απαραίτητος δεδομένου του ψυχικού και κοινωνικού κόστους αυτής της ανδρικής πανοπλίας που στην καλύτερη δεν επιτρέπει σε ανθρώπινους ψυχισμούς ν’ αναπνεύσουν ελεύθερα και ν’ απολαύσουν όλο τον πλουραλισμό της ζωής και στη χειρότερη εκτρέπονται σε φαινόμενα μοιραίων προβλημάτων υγείας, κακοποίησης, ενδοοικογενειακής βίας, αυτοκτονιών.

Ο συμβολικός θάνατος των γονέων

«Μισώ τον πατέρα μου», «Η μητέρα μου συνέχεια με κρίνει, δε με αποδέχθηκε ποτέ», «Ο πατέρας/μητέρα δεν ήταν ποτέ εκεί μεγαλώνοντας». Αυτές είναι μερικές ενδεικτικές φράσεις που καταδεικνύουν μια εκτροπή, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, του ιδανικού του γονέα. Όταν το αρχέτυπο φροντίδας, υποστήριξης, υλικής και συναισθηματικής παροχής αποτυγχάνει να εφαρμοστεί στην πραγματικότητα της ζωής ενός ανθρώπου. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο γονέας, ως αρχέτυπο, δεν είναι μια ζώσα καθημερινότητα αλλά καταλήγει σ’ έναν συμβολικό θάνατο ενώ βιολογικά συνεχίζει να παραμένει ζωντανός. Ο γονέας δεν υπάρχει πια.

Σε τέτοιες καταστάσεις συμβολικού θανάτου είναι συχνή μια καθήλωση σε σκέψεις, φαντασιώσεις και σενάρια ενός εναλλακτικού, καλύτερου παρελθόντος, τα οποία, ρητά ή άρρητα, εκφράζονται και ως προσδοκίες, ακόμα και όταν αναγνωρίζονται ως μη ρεαλιστικές. «Γιατί δεν είχα τους γονείς που μου άξιζαν ως παιδί;» «Γιατί ο πατέρας/μητέρα μου ήταν έτσι και όχι κάπως αλλιώς;». Τα ερωτήματα αυτά διατηρούνται και στην ενήλικη ζωή προκαλώντας άγχος, θλίψη, ματαίωση και εντάσεις στην τρέχουσα σχέση του ατόμου με τους γονείς του.

Το παρελθόν αιμορραγεί στο παρόν και το μέλλον, καθώς οποιαδήποτε επανασύνδεση ή εξυγίανση της σχέσης με τους γονείς, θέτει ως προαπαιτούμενο να ξαναγραφτεί η οικογενειακή ιστορία. «Δε θ’ αλλάξει ποτέ, πάντα τέτοιος ήταν», «Τι νόημα έχει τι κάνει πλέον, δεν μπορώ να ξεχάσω πόσο με πλήγωσε». Ο γονέας μπορεί να ήταν απών ή παρών με δυσλειτουργικούς, ματαιωτικούς ή ακόμα και κακοποιητικούς όρους και ο μόνος τρόπος που μπορεί το πάλαι ποτέ παιδί να προχωρήσει στη ζωή του φαντάζει, σ’ ένα πρώτο στάδιο, να είναι το αν ο γονέας μπορούσε να γυρίσει όντως το χρόνο πίσω και να έκανε άλλες επιλογές. Ωστόσο η ρεαλιστική, ενήλικη σκέψη επιβάλλει τη σκληρή ενδεχομένως συνειδητοποίηση, ότι σε αντίθεση με τις σχέσεις που επιλέγει, υπάρχει μόνο μια ευκαιρία σ’ έναν βιολογικό γονέα – δεν μπορεί να υπάρξει άλλος.

Είναι εναγώνια η αναζήτηση μιας εξήγησης, ενός νοήματος στην εκτροπή μιας τέτοιας μοναδικής, ανεπανάληπτης και προνομιακής σχέσης. Ως παιδί μπορεί κάποιος να το βιώσει ως μια προσωπική αποτυχία, ως κάτι που έκανε ή δεν έκανε το ίδιο και να αναλάβει την ευθύνη και τη συνεπακόλουθη ενοχή μιας τέτοιας κατάληξης. Επίσης πιθανό είναι μια τέτοια κατάσταση να γεννήσει ένα έντονο και διαχρονικό θυμό.

Με σύντροφο τόσο έντονα συναισθήματα, ειδικά όταν αφήνονται να κατακλύσουν το άτομο για να μη βιώνονται σε όλη τους την ένταση ο πόνος και η θλίψη, ανάγεται σε μεγάλη πρόκληση το να προσεγγιστεί το ζήτημα με έναν αναλυτικό, νηφάλιο τρόπο που λαμβάνει υπόψη όλες τις παραμέτρους και αποδίδει ουσιαστικά νοήματα. Πρώιμες προσπάθειες μιας τέτοιας νοηματοδότησης παίρνουν συνήθως τη μορφή δηλώσεων όπως «Έτσι έμαθε από την οικογένειά του» ή «Ήταν δύσκολες εποχές και δεν ήξερε πώς να το διαχειριστεί», δηλώσεις και νοήματα δηλαδή που αρχίζουν να συμπεριλαμβάνουν την ιστορικότητα και τα πλαίσια του γονέα.

Είναι σημαντικό ν’ αναφερθεί πως η κατανόηση δεν είναι δικαιολογία ή νομιμοποίηση, ειδικά όταν πρόκειται για περιπτώσεις κακοποίησης. Το ζητούμενο δεν είναι η υποτίμηση του πόνου ενός παιδιού-πλέον ενήλικα ούτε η καθαγίαση δυσλειτουργικών γονεϊκών προτύπων, αλλά η απάντηση ενός παιδικού «γιατί» με τα αποθέματα της ενήλικης ζωής, ώστε το άτομο ν’ αποδεσμευτεί ψυχοσυναισθηματικά από ένα παρελθόν το οποίο είναι φύσει αδύνατο ν’ αλλάξει.

Εφόσον αρχίσει να συντελείται αυτή η αποδέσμευση, οι προκλήσεις επικεντρώνονται στο παρόν και το μέλλον. Πώς εφαρμόζει ο άνθρωπος αυτήν τη νοηματοδότηση των βιωμάτων του αναφορικά με τη γονεϊκή σχέση; Δεν υπάρχει μια δεδομένη, απόλυτη απάντηση αλλά είναι μια βαθιά προσωπική διεργασία. Σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να επιλεχθεί μια πλήρης αποστασιοποίηση από το γονέα, ειδικά όταν αυτός έχει υπάρξει και συνεχίζει να είναι κακοποιητικός. Σε άλλες περιπτώσεις μπορεί να επιλεχθεί μια οριοθέτηση σε συγκεκριμένα σημεία.

Επίσης, μια δόκιμη στάση θα ήταν μια προσπάθεια επαναπροσέγγισης με νέους όρους, ως μια γνωριμία μεταξύ δύο ενηλίκων πλέον ανθρώπων, ισότιμων και όχι από μια θέση παιδιού που εξαρτάται από το γονέα. Καθοριστική σημασία έχει και ποιες είναι οι διεργασίες του γονέα, εάν έχει στοχαστεί πάνω στην πορεία του ρόλου, στα δικά του βιώματα, τις αστοχίες, ελλείμματα αλλά και θετικά στοιχεία που ίσως να μην καλλιεργήθηκαν αρκετά.

Μπορεί ο γονέας του παρελθόντος, ως αρχέτυπο, να έχει απολεσθεί, ωστόσο ο γονέας του παρόντος και του μέλλοντος, αφήνει περιθώρια για μια αναγέννηση και την εγκαθίδρυση μιας νέας σχέσης, εφόσον παγιωμένα μοτίβα σύνδεσης και σχέσης είναι ανοιχτά προς αλλαγή και ωρίμανση.

Ωστόσο, είναι φυσικά πιθανό να μην υπάρχει ή να είναι επιπρόσθετα δύσκολη μια τέτοια επαναδιαπραγμάτευση, ειδικά όταν το συμβολικό θάνατο του γονέα τον έχει ολοκληρώσει και ένας βιολογικός θάνατος ή όταν έχει γεράσει σε σημείο που να υπάρχει και η δυσκολία όπως εκφράζεται σε δηλώσεις τύπου «Πλέον έχει γεράσει, γιατί να τη στενοχωρήσω» ή «Έχει χάσει το μυαλό του, δε θα καταλάβει καν τι λέω πλέον».

Εφόσον όλες οι εναλλακτικές και τα ενδεχόμενα είναι ελεύθερα να διερευνηθούν, σ’ ένα ασφαλές πλαίσιο όπου ο άνθρωπος μπορεί ν’ αξιολογήσει και να επιλέξει την πορεία που θ’ ακολουθήσει, το βασικό για την επίλυση τέτοιων ζητημάτων είναι η ενσυνείδητη επιλογή και η ενδυνάμωση ώστε ν’ αντέξει το κόστος αυτής, όποια και αν είναι η μορφή που θα πάρει.

Εγείρονται σε αυτό το στάδιο ζητήματα κατανόησης, αποδοχής και συγχώρεσης, με γνώμονα το πως ο άνθρωπος που βιώνει τη δυσφορία θα καταφέρει να προχωρήσει στη ζωή του. Μετά το συμβολικό θάνατο ακολουθεί ο συμβολικός ενταφιασμός και τα συστατικά στοιχεία του γονεϊκού αρχετύπου πλέον δεν είναι μονοπώλιο του γονέα αλλά αναζητώνται και εντοπίζονται τόσο στον ίδιο τον εαυτό όσο και σε άλλους ανθρώπους.

Η φροντίδα, η στοργή, η ασφάλεια, η αποδοχή, η σταθερότητα, η συμβουλή και καθοδήγηση, η παρουσία, η επιβράβευση, η εκτίμηση, το χάδι και η αγκαλιά μπορούν να προσφερθούν από τον ίδιο τον άνθρωπο στον εαυτό του καθώς και από φίλους, ερωτικούς συντρόφους, άλλους συγγενείς, μέντορες κλπ. Τα ελλείμματα, αν και μπορεί να προκύπτουν με βάρβαρους και επώδυνους τρόπους, λειτουργούν και ως μια αφορμή για εξερεύνηση, οδηγώντας σε μια πλουραλιστική και σύνθετη ζωή όπου το παρελθόν παύει να είναι εγκλωβισμός και ανάγεται σε νουθεσία.

Ο υγιής απροσάρμοστος

Σε κάποιο μυθικό χωριό μιας ιστορίας, ένας κακός μάγος δηλητηρίασε το πηγάδι έτσι ώστε όποιος έπινε απ’ αυτό έχανε τα λογικά του. Όλοι οι κάτοικοι κατέληξαν να πιουν από το νερό αυτό και να τρελαθούν, εκτός από έναν. Αυτός ο ένας, κοιτώντας μ’ έκπληξη τους συγχωριανούς του να φέρονται με παράλογους τρόπους, θεωρήθηκε από τους υπόλοιπους ως τρελός αφού ήταν ο μόνος που δεν τους έμοιαζε. Λοιδορήθηκε και εξοστρακίστηκε, έγινε ένας παρίας έως ότου απελπισμένος ήπιε και αυτός το νερό και τρελάθηκε. Τότε το χωριό άνοιξε τις αγκάλες του και υποδέχτηκε πάλι τον τρελό που βρήκε τα λογικά του.

Έννοιες όπως ψυχική υγεία και αρρώστια δεν αποτελούν θέσφατες πραγματικότητες αλλά είναι κοινωνικές κατασκευές που προκύπτουν από την κοινή συναίνεση μιας –πότε μικρής και πότε μεγάλης- μερίδας ανθρώπων, ειδικών και μη. Είναι συνδεδεμένες με τα ήθη και το γενικότερο πνεύμα της εποχής και πέρα από επιστημονικές είναι και πολιτικές επιλογές.

Η κάθε κοινωνία, μέσα στην ιστορικότητά της, επιλέγει μια κατεύθυνση αναφορικά με το τι είναι υγιές και λειτουργικό και τι παθολογικό και δυσλειτουργικό. Η προσωπική δυσφορία του ανθρώπου που υπόκειται σε αυτές τις κατασκευές δεν είναι το απόλυτο κριτήριο. Στην ευρύτερη συζήτηση, ρητά ή άρρητα, υπάρχει παρούσα η διάσταση του παραγωγικού και προσαρμοστικού μέλους της κοινωνίας, που δεν δημιουργεί προβλήματα, δεν ταράζει το κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό και ιδεολογικό status quo και δεν επιβαρύνει ιδιαίτερα τα συστήματα υγείας και σωφρονισμού.

Τα γραφεία των πάσης φύσεως ειδικών ψυχικής υγείας γίνονται τόποι αποσυμπίεσης και διαχείρισης, τόσο σε πρακτικό όσο και σε φαντασιακό επίπεδο. «Πήγαινε σε ένα ψυχολόγο να σε φτιάξει», «Τα νεύρα σου δεν είναι καλά, μήπως να σε δει κάποιος ειδικός», «Το παιδί σας δεν τα πάει καλά στην τάξη, θα πρέπει να τον δει κάποιος».

Το σύμπτωμα ωστόσο δεν εμφανίζεται και εκφράζεται σε ένα ψυχικό και κοινωνικό κενό αλλά βρίσκεται σε λειτουργική σχέση με το περιβάλλον του ανθρώπου. Μια ατομοκεντρική προσέγγιση θα αποτύχει να εντοπίσει και ν’ απαντήσει με θεραπευτικό τρόπο στις αιτίες που γεννούν το εκάστοτε «πρόβλημα». Το παιδί που εμφανίζει μια αντιδραστική ή διασπαστική συμπεριφορά στο σχολικό πλαίσιο απαντάει σε ένα μεγάλο βαθμό σ’ ένα σύστημα το οποίο μπορεί να μην είναι φροντιστικό και συμπεριληπτικό γι’ αυτό. Ένας νέος άνθρωπος ο οποίος επιδίδεται σε εκτενή κατανάλωση αλκοόλ και ουσιών δεν είναι ένας εκκολαπτόμενος χρήστης δίχως πειθαρχία και ωριμότητα αλλά μια ύπαρξη ριγμένη σ’ έναν κόσμο πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής αποσύνθεσης δίχως δεδομένο μέλλον και σταθερές. Ο άνθρωπος που νιώθει παράταιρος και ασθενής σε μια αποδιοργανωμένη οικογένεια ενδέχεται να είναι ο πιο υγιής καθώς φορτώνεται το ψυχικό βάρος των υπόλοιπων μελών και αντιδρά σε κάτι επώδυνο, αντί να υποκρίνεται και να συμμετέχει σε ένα θέατρο λειτουργικότητας και υγείας.

Στα χρόνια της κατάρρευσης της ελληνικής οικονομίας και των μνημονίων, υπήρξε μια τρομακτική επιβάρυνση της ψυχικής υγείας του πληθυσμού και εμφάνιση συμπτωμάτων κατάθλιψης. Μια προσέγγιση που αποπλαισιώνει τέτοια φαινόμενα και τα ορίζει ως τυχαίες αποδιοργανώσεις που εντοπίζονται στο άτομο και προτείνει λύσεις οι οποίες δεν εδράζονται και στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο, αποτυγχάνει να αντιμετωπίσει ουσιαστικά το ζήτημα. Αισθήματα θλίψης, άγχους, θυμού, σύγχυσης, απελπισίας είναι ανθρώπινες και αναμενόμενες αντιδράσεις όταν κάποιος βλέπει όχι μόνο τα αποκτήματά του αλλά και ένα ολόκληρο αφήγημα ζωής να καταρρέει, μένοντας μετέωρος και αβέβαιος για το αν θα μπορεί να επιβιώσει, να χτίσει μια ζωή, να θρέψει τα παιδιά του, να ζήσει με αξιοπρέπεια.

Μια συζήτηση γύρω από τις ψυχικές και υπαρξιακές προκλήσεις του ανθρώπου θέτει σίγουρα στο επίκεντρο το προσωπικό βίωμα της δυσφορίας, του άγχους, του θυμού. Δίνει έμφαση στο πως κάποιος νιώθει, σκέφτεται, αντιδράει και εν γένει στέκεται και απαντάει απέναντι στα ζητήματα που τον απασχολούν. Σημαντική διάσταση είναι αυτή της καλλιέργειας της ανθεκτικότητας, του ανθρώπου ως αυθεντία της ζωής του, ενδυναμώνοντας στην πορεία την προσωπική του φωνή και ξεκλειδώνοντας τις εσωτερικές του ικανότητες για εξέλιξη και αυτοπραγμάτωση.

Αυτή η διάσταση συμπορεύεται όμως με το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται και δρα ο καθένας, το πλαίσιο το οποίο έρχεται να συμπληρώσει την εικόνα τόσο των προβλημάτων όσο και των λύσεων. Είναι απαιτούμενο οι απαντήσεις που έχει δώσει το άτομο να προσεγγίζονται με κατανόηση, σεβασμό και νηφαλιότητα, καθώς ο άνθρωπος πέρα από δράση είναι και αντίδραση στις προσλαμβάνουσες του πλαισίου. Υιοθετώντας μια στάση ετικετοποίησης του ατόμου ως παρεκκλίνοντος ή δυσλειτουργικού, πέρα από το να τον ενοχοποιήσει και επιβαρύνει περισσότερο, αποτυγχάνει να προτείνει λύσεις και παραδείγματα γόνιμα και με μακροπρόθεσμη θεραπευτική αξία.

Εν κατακλείδι, ενδεχομένως το ζητούμενο της θεραπείας να μην είναι το πώς θα κάνουμε τους ανθρώπους προσαρμοστικούς σ’ ένα παθογόνο πλαίσιο αλλά να τους υποστηρίξουμε στην ενδυνάμωσή τους, έτσι ώστε είτε να βρουν τα προσωπικά τους νοήματα είτε να τα δημιουργήσουν μέσω αντιπαραδειγμάτων συμπερίληψης, αποδοχής, αλληλεγγύης και φροντίδας.

Ο μικρός θάνατος του χωρισμού

«Και κάθε τόσο: έφυγε, σκέφτομαι. Μα να που μπορώ και ζω.»

Μια γυναίκα – Τάσος Λειβαδίτης

«Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εκείνη», «Δε θα τον ξεπεράσω ποτέ», «Δεν το χωράει ο νους μου ότι με άφησε», «Και τώρα, τι;». Αυτές είναι μερικές ενδεικτικές δηλώσεις ανθρώπων που αγωνίζονται να διαχειριστούν την απώλεια, αιφνίδια ή αναμενόμενη, ενός αγαπημένου ή αν μη τι άλλο, οικείου, συντρόφου. Ο χωρισμός προσομοιάζει σε βίωμα και συναισθήματα αυτά που βιώνει κάποιος ενώπιον του θανάτου. Καθώς με τη διάρρηξη μιας σχέσης έρωτα και συντροφικότητας χάνεται ένας κοινός κόσμος, ένα συνδιαμορφωμένο σύστημα αξιών, θέασης της πραγματικότητας και καθημερινότητας, ο χωρισμένος εισέρχεται σε μια κατάσταση πένθους. Ο κόσμος δε θα είναι ποτέ ξανά ο ίδιος.

Ο χωρισμός, θεωρημένος από τη σκοπιά του πένθους, συμπεριλαμβάνει τα στάδια της άρνησης, θυμού, διαπραγμάτευσης, θλίψης, αποδοχής. Μια κοινή πεποίθηση, η οποία στην πραγματικότητα διαψεύδεται, είναι ότι πρόκειται για μια γραμμική πορεία η οποία οφείλει να εξελίσσεται σταθερά και νομοτελειακά μέχρι μια κατάσταση λήθης. Η προσδοκία αυτή, ενώ με μια πρώτη ματιά προσφέρει μια ανακούφιση στον άνθρωπο που πονάει, φέρει στους κόλπους της μια ματαίωση η οποία έρχεται να περιπλέξει και να επιβαρύνει μακροπρόθεσμα όταν δεν επιβεβαιώνεται. Όταν έχοντας κλάψει, βρίσει, σκεφτεί λογικά, έχοντας ενδεχομένως προχωρήσει με άλλους ανθρώπους, κάτι παραμένει και επαναφέρει το τραύμα ζωντανό.

Πανδαμάτωρ χρόνος αναφέρει η αρχαία ρήση αναδεικνύοντας τη διάσταση του χρόνου στη διαχείριση και νοηματοδότηση του τραύματος. Όχι ωστόσο με μια αστόχαστη λογική, πέρα και έξω από τον ίδιο τον άνθρωπο, ως να ήταν η επούλωση μια μηχανιστική διαδικασία που συμβαίνει ερήμην μας και δίχως τη δικιά μας συμβολή και επιρροή. Ο χρόνος όντως μπορεί να λειτουργήσει καταπραϋντικά αναφορικά με τη συνήθεια ως προς την ένταση του πόνου και το πρώτο σοκ, δίνοντας χώρο στον άνθρωπο με το πέρασμά του ώστε να προβεί σε μια συνειδητή επεξεργασία και ν’ αποδώσει ένα νόημα σε αυτό που του συνέβη. Απόλυτα κατανοητό, υπάρχει μια βιασύνη στην επούλωση του τραύματος, στο να σταματήσει να πονάει, να σκέφτεται, ν’ αναπολεί, να αποζητάει τον απολεσθέντα σύντροφο και την κοινή τους ζωή. Ένας αναστοχασμός που οδηγεί σε μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση έχει να κάνει με τη διερεύνηση του τι χρονοδιάγραμμα δίνει ο καθένας σε αυτήν τη διαδικασία.

Πιο τεχνοκρατικές θεωρίες περί πένθους, ορίζουν το «υγιές» σε μερικούς μήνες, παραβλέποντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ατόμου και της σχέσης. Μια φαινομενολογική θεώρηση φέρνει στη συζήτηση τη χρονικότητα από την άποψη ότι αν μια σχέση απαιτεί χρόνο για να δομηθεί, τότε είναι αναμενόμενο να χρειάζεται χρόνο και για να αποδομηθεί, χρόνο ο οποίος δεν μπορεί να οριστεί με μαθηματικό τρόπο αλλά ποικίλει ανάλογα με την περίσταση, τον άνθρωπο και τη σχέση.

Μια άλλη παράμετρος που επηρεάζει τη διεργασία του πένθους έχει να κάνει με το τι άλλο χάνεται κάθε φορά μαζί με τη σχέση. Πέρα από τον άνθρωπο, ο χωρισμένος μπορεί να πενθεί και άλλες επενδύσεις που συμπαρασύρθηκαν. Ένα συχνό στοιχείο είναι αυτό του ιδανικού περί μιας σχέσης, με όλες τις ιδέες, προσδοκίες, όνειρα που μπορεί να ενέχει. Το αξιακό και φαντασιακό σύστημα του χωρισμένου καλείται να αναδιαρθρωθεί και προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Η έννοια του χωρισμού είναι ξένη εντός του τόπου του ιδανικού, στο οποίο εντάσεις, τσακωμοί, ανία, οργή, ματαίωση φαίνεται να μην έχουν χώρο και ν’ απωθούνται. Μαζί με τη σχέση, υπάρχει το πένθος για την ιδανικότητα. Ο χωρισμένος καταλήγει να παλεύει όχι μόνο με μια διαπροσωπική μοναξιά αλλά και με μια ενδοπροσωπική.

Ανάλογα επίσης με την επένδυση που έχει συντελεστεί στη σχέση, μπορεί να απολεσθεί ή τουλάχιστον να επέλθουν αλλαγές σε κοινωνικό επίπεδο, επαγγελματικό, οικονομικό, χωροταξικό. Μαζί με το σύντροφο μπορεί να χαθεί ένας κοινωνικός κύκλος, ένα σύνολο ανθρώπων του οποίου αποτέλεσαν μέρος και τώρα καλούνται είτε να τους αποχαιρετίσουν είτε να συσχετισθούν με διαφορετικούς τρόπους. Προκλήσεις όπως αναγκαιότητα για εξεύρεση μιας νέας εργασίας όταν υπάρχει και μια σχέση συνεργασίας (κοινός εργασιακός χώρος, κοινή επιχείρηση κλπ), μετακόμιση σε νέο σπίτι σε περιπτώσεις συγκατοίκησης ακόμα και μια ενδεχόμενη πίεση για αλλαγή πόλης, όλα αυτά ενέχουν παράλληλες και επιπρόσθετες απώλειες που έρχονται να περιπλέξουν το πένθος.

Σ’ ένα πιο υπαρξιακό επίπεδο, πέρα από την καθημερινή συντροφιά, την αλληλεπίδραση, το χάδι, ενδέχεται να χάνεται και η αίσθηση μιας υπαρξιακής ασφάλειας και η εμπιστοσύνη στον κόσμο. Πέρα από το παρόν, θρηνείται και το μέλλον, η βεβαιότητα ή μάλλον η ανάγκη για βεβαιότητα ότι κάποιος θα είναι εκεί ως μάρτυρας των βιωμάτων μας, των επιτευγμάτων, των μικρών και μεγάλων στιγμών, του γήρατος και καταληκτικά της στιγμής του θανάτου, όπου θα θέλαμε να μας κρατάει το χέρι για να μη νιώσουμε μόνοι.

Παράλληλα με το μελλοντολογικής υφής πένθος, υπάρχει η αντίστοιχη διεργασία για το παρελθόν. Είναι συχνή μια αναθεωρητική στάση ως προς την ιστορία του ζευγαριού, των συναισθημάτων και στιγμών που διαμοιράστηκαν. «Κρίμα τα χρόνια που χαράμισα», «Για να τελείωσε σημαίνει πως δεν ήταν πραγματική η αγάπη», «Πού πήγαν όλα τα λόγια που μου έλεγε». Το παρελθόν βιώνεται ως ματαιωμένο εκ του αποτελέσματος και το νεκρό του βάρος έρχεται να προστεθεί στην τρέχουσα δυσκολία. Είναι χρήσιμος θεραπευτικά ο αναστοχασμός πάνω σε αυτό το βίωμα της ματαίωσης ώστε να διακριθεί εάν όντως, βιωμένες στο τότε, αυτές οι στιγμές ήταν όντως κίβδηλες ή αν ο πόνος του τώρα έρχεται να τις χρωματίσει μεροληπτικά. Το πάθος, ο έρωτας, η τρυφερότητα, η αγάπη μπορούν να είναι αυθεντικές έννοιες και εκφράσεις χωρίς απαραίτητα να είναι και διαχρονικές. Το «δε σε θέλω/αγαπώ/αποζητώ τώρα» δεν αναιρεί ότι στο παρελθόν αυτές μπορεί να ήταν όντως γνήσιες διατυπώσεις. Η δυσκολία και η συνεπακόλουθη αμφισβήτηση πηγάζουν από μια βαθιά ανάγκη για την έννοια του πάντα, δηλαδή για διαχρονικότητα, προβλεψιμότητα, σταθερότητα και ασφάλεια, αμελώντας δυστυχώς να λάβουν υπόψη τη δυναμική φύση των ανθρωπίνων σχέσεων.

Η μνήμη ωστόσο έρχεται να καλύψει σ’ ένα βαθμό αυτήν την ανάγκη για σταθερότητα. Ό,τι έχει αναχθεί σε ανάμνηση, παραμένει αναφαίρετο κτήμα μας. Και σ’ ένα πιο θεμελιώδες επίπεδο, οι αναμνήσεις, πέρα από γνωστικές διαδικασίες, γίνονται συνθετικό συστατικό της ψυχικής μας υπόστασης. Στην εναγώνια ερώτηση πού πήγε η αγάπη, η στοργή, το βίωμα του κρατήματος, της αγκαλιάς, του πόθου, υπάρχει η απάντηση ότι είναι εντός μας, έχοντας χρωματίσει και εμπλουτίσει την ψυχοσύνθεσή μας, τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο, τις προσδοκίες, αξίες και όνειρά μας.

Μια ειδική μνεία αρμόζει στη φαντασιακή διαπραγμάτευση του χωρισμένου αναφορικά με το χωρισμό. Έχοντας προχωρήσει σ’ ένα βαθμό σε μια πρωταρχική αποδοχή του τραύματος του χωρισμού –ή ακόμα και ως προαπαιτούμενο κάποιες φορές ώστε να ξεκινήσει να συντελείται αυτή η αποδοχή- προκύπτει η ιδέα ενός ιδανικού χωρισμού ως μιας έσχατης διαπραγμάτευσης στα πλαίσια του πένθους. «Τουλάχιστον ας χωρίσουμε ως φίλοι, ας κρατήσουμε επαφή, ας αγκαλιαστούμε με αγάπη και ν’ αποχωριστούμε». Μια σίγουρα δελεαστική και ευγενής ανάγκη/προσδοκία, η οποία υπό προϋποθέσεις μπορεί και να συμβεί. Υπάρχει ωστόσο ο κίνδυνος, όλη η ψυχική και συναισθηματική ένταση να μετατοπιστεί σε αυτήν την προσδοκία, δημιουργώντας μια νέα καθήλωση και δυσκολία επεξεργασίας του τραύματος.

Εν κατακλείδι, ο χωρισμός μπορεί να είναι μια τραυματική εμπειρία σε πολλαπλά επίπεδα και με πολύπλευρες, κρυφές ή φανερές, απώλειες. Ως τραύμα, απαιτεί χρόνο, διανθισμένο όμως με φροντίδα, υπομονή, ανοχή στη ματαίωση και τα πισωγυρίσματα, καθώς και νοηματοδότηση ώστε να μην καταλήξει μολυσμένο ή παραμορφωτικό, αλλά να γίνει ένα απόθεμα γνώσης, εμπειρίας και ενδυνάμωσης.

Το ψυχικό κόστος των «πρέπει»

«Πρέπει να είμαι καλός». «Πρέπει να είμαι υπεύθυνος». «Πρέπει να είμαι πάντα διαθέσιμος, υποστηρικτικός, ευχάριστος». Οι άνθρωποι κουβαλάμε εντός μας, συνήθως από την παιδική ηλικία, μια σειρά αρχών, κανόνων και νουθεσιών, τα οποία λειτουργούν σαν οδηγός ζωής και σαν ταυτοποιητικές έννοιες. Αυτές οι οδηγίες όμως συχνά καταλήγουν να γίνονται, σχεδόν ερήμην μας, άκαμπτες κατασκευές που αντί να υποστηρίζουν καταδυναστεύουν και στραγγαλίζουν την ελευθερία της εξέλιξης και της αλλαγής.

Αυτά τα «πρέπει» προκύπτουν σε μεγάλο βαθμό ως κληροδότημα του οικογενειακού συστήματος, τα οποία έχουν κληρονομηθεί με τη σειρά τους από προηγούμενες γενιές, σύμφωνα με την εκάστοτε κουλτούρα και ιστορική εποχή. Αυτές οι φράσεις/εντολές βρίσκουν πρόσφορο έδαφος στην υπό διαμόρφωση παιδική προσωπικότητα και κάτω από το υπαρξιακό χώμα, ριζώνουν και παραμένουν στην αφάνεια. Ανθίζουν με τα χρόνια σε μια σειρά σύνθετων και πληθωρικών οδηγιών, καταναγκασμών, σκέψεων και συμπεριφορών. Ο ενήλικας, φέροντας θαμμένα τα εσωτερικευμένα του «πρέπει», ενδέχεται να βιώνει μια πίεση και μια επιτακτική ανάγκη να κάνει πράγματα ενάντια σ’ αυτό που επιθυμεί και σ’ αυτό που θα του κάνει καλό.

Τα πρέπει μπορεί να γίνουν πολύ ισχυρές ψυχικές κατασκευές, καθώς έχουν μια διττή ταυτότητα, επιβράβευσης αλλά και τιμωρίας, απαντώντας στην ανθρώπινη ανάγκη για όφελος (θετικά συναισθήματα) και αποφυγή του κινδύνου. «Πρέπει να τρως όλο σου το φαγητό για να μεγαλώσεις» ή «Πρέπει να είσαι ευγενικός αλλιώς δε θα σε αγαπούν οι άνθρωποι». Αυτές οι ενδεικτικές φράσεις αποτυπώνουν αυτήν τη διττότητα. Τα «πρέπει» ή αλλιώς η συμμόρφωση σ’ ένα υποκειμενικό σύνολο ηθικών και κοινωνικών κανόνων, είναι μια μονοδιάστατη και μη ευέλικτη διασφάλιση ότι το παιδί και στη συνέχεια ο ενήλικας άνθρωπος θα λάβει μια σειρά από προνόμια όπως υγεία, εξέλιξη, κοινωνική ένταξη, αποδοχή, στοργή κλπ. Αντίθετα, η μη συμμόρφωση ή παραβίαση αυτών των αρχών –και στη συνέχεια εσωτερικευμένων ηθικών και υπαρξιακών κανόνων- επιφέρει την τιμωρία, τον εξοστρακισμό, την απόρριψη, την ανασφάλεια και το πιο επιβαρυντικό όλων –σε ψυχικό επίπεδο- την ενοχή.

Στη χρησιμότητα που έχουν τα «πρέπει», και η οποία τα βοηθάει να εγκαθιδρύονται και να επιβιώνουν, συγκαταλέγεται και το ότι, φαινομενικά και σ’ ένα βαθμό, αποτελούν μι’ απάντηση στην αβεβαιότητα της ζωής και στο συνεπαγόμενο υπαρξιακό άγχος που συνοδεύει μια ζωή δίχως εγγενές νόημα και αντικειμενικές κατασκευές. Στην παιδική ηλικία τα «πρέπει» λειτουργούν ως ένας χάρτης αποφυγής επικίνδυνων και απειλητικών σημείων αλλά και ως πυξίδα ώστε να εξασφαλιστεί μια «φυσιολογική» ζωή. Φέροντας κάποιος αυτά τα εφόδια στην ενήλικη ζωή, όπου τα διλήμματα και η αβεβαιότητα απλά αλλάζουν μορφή και δε χάνονται, κατευνάζει το υπαρξιακό άγχος προτάσσοντας σταθερές δομές και απαντήσεις και καταφεύγοντας σε ψυχικούς αυτοματισμούς. Η ζωή μπορεί να είναι απρόβλεπτη, τα «πρέπει» όμως δεν είναι. Αυτές οι κατασκευές ωστόσο καταλήγουν να μοιάζουν σαν παιδικές πανοπλίες, που μπορεί κάποτε να εξυπηρετούσαν και να παρείχαν προστασία αλλά ο ενήλικας πλέον άνθρωπος αδυνατεί να χωρέσει σε αυτές, δίχως ν’ αποκόπτει κομμάτια της εμπειρίας του ή να καταπιέζει την εξέλιξή του.

Τα «πρέπει» φέρουν λοιπόν ένα θετικό μήνυμα, έναν πυρήνα που έχει χρησιμότητα και όφελος. Το ζητούμενο και η πρόκληση είναι να μπορέσουμε να διυλίσουμε αυτήν την κατασκευή ώστε να κρατήσουμε την ουσία της δίχως όμως τον καταναγκασμό της. Από απόλυτο το οποίο περιορίζει, να γίνει μια προτροπή, με εμπιστοσύνη ότι ο κάθε άνθρωπος έχει μια θεμελιώδη ροπή προς την υγεία και την αυτοπραγμάτωση. Το πρώτο βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση είναι η αναγνώριση αυτών των «πρέπει».

Η θεραπεία παρέχει αφενός ένα ασφαλές πλαίσιο διερεύνησης αυτών δίχως το φόβο της αποδοκιμασίας και της απόρριψης και αφετέρου την παρότρυνση για ενδελεχή αναζήτηση. Βασιλική οδός είναι το «Γιατί;», το οποίο οδηγεί πέρα από τις εκλογικεύσεις και τους αυτοματισμούς, σκάβοντας τα βαθύτερα, ψυχικά στρώματα μέχρι να φτάσει σε αυτά τα «πρέπει». Στη συνέχεια, έχοντας φέρει πλέον τα «πρέπει» στην επιφάνεια, αρχίζει η εξίσου απαιτητική διαδικασία της ώριμης θεώρησης και διερεύνησης του κατά πόσο χρειάζεται πλέον κάποιος αυτές τις εσωτερικευμένες εντολές. Εδώ ξεκινάει κάποιος να έρχεται σ’ επαφή με την τρομακτική αλλά και απελευθερωτική περιπλοκότητα της ζωής. «Τι σημαίνει το πρέπει να είμαι καλός άνθρωπος» ή «Τι σημαίνει το πρέπει να βγάζω χ χρήματα για να θεωρούμαι άξιος» πχ. Δεδομένου ότι πρόκειται γι’ απόλυτες κατασκευές, η πλήρης και συστηματική συμμόρφωση με αυτές φαντάζει αδύνατη. Οπότε προκύπτει το ερώτημα του τι γίνεται όταν δεν μπορεί κάποιος να είναι παραδείγματος χάριν «καλός άνθρωπος». Ξεκινάει να δημιουργείται χώρος και να νομιμοποιείται η απόλυτα φυσιολογική και δόκιμη ευαλωτότητα του ανθρώπου, το δικαίωμα στο λάθος, την αποτυχία, την ιδιαιτερότητα, τη δημιουργία ενός προσωπικού πεπρωμένου και το πιο βασικό όλων, την επιλογή.

Το πρέπει καταργείται και τη θέση του παίρνει το «θα ήταν καλό να» ή το «θέλω να …», διεργασίες και στάσεις δηλαδή πιο ελεύθερες, συναφείς και προσαρμοστικές στον πλουραλισμό της ζωής. 

Το ταιριαστό άλλο ολόκληρο

Οι άνθρωποι αρχικά ήταν ενωμένοι ανά δύο και κάποτε ο Δίας τους χώρισε με τους κεραυνούς του σε δύο μισά. Έκτοτε, είμαστε καταδικασμένοι να περιφερόμαστε στη γη αναζητώντας το άλλο μας μισό για να νιώσουμε ολόκληροι. Ο Αδάμ και οι απόγονοί του είναι επίσης καταδικασμένοι στην ίδια μοίρα αναζητώντας το κομμάτι που τους λείπει – την Εύα και τους απογόνους της- για να νιώσουν την αντίστοιχη ολοκλήρωση. Αυτές είναι δύο ιδέες-ιστορίες που καλλιεργούν μέσα στους αιώνες την πεποίθηση ότι οι άνθρωποι είμαστε ελλιπείς οντότητες και αναδεικνύουν την αγάπη ως μέσο ολοκλήρωσης και απάντησης σε αυτήν την πεποίθηση.

Με μια τέτοια βάση ωστόσο, η αγάπη όπως και οι άνθρωποι που μετέχουν σε αυτήν, συρρικνώνονται υπαρξιακά. Η αγάπη αποκτά μια χρησιμοθηρική, ανταλλακτική διάσταση. Με τα λόγια του Έριχ Φρομ, καταλήγουμε σε μια διατύπωση τύπου «σε αγαπώ γιατί σε χρειάζομαι» ενώ η πιο έντιμη και ουσιαστική εκδοχή θα ήταν «σε χρειάζομαι γιατί σε αγαπώ». Δεν πρόκειται για ένα φιλολογικό παιχνίδι λέξεων αλλά για μια θεμελιώδη μετατόπιση νοήματος. Όταν η βάση είναι η ανάγκη, πίσω από την οποία κρύβεται αυτή η αίσθηση ελλείμματος, τότε ανοίγει ο δρόμος για εκπτώσεις, συμβιβασμούς, χειριστικές καταστάσεις και μια ανελευθερία για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη. Η αγάπη γίνεται ανταλλακτικό μέσο και εγκλωβιστική συνθήκη. Κάποιος μπορεί να προσφέρει συναίσθημα, δώρα, παραχωρήσεις, ενδεχομένως και ενάντια σε αυτό που επιθυμεί ή του κάνει καλό, από φόβο πχ μη μείνει μόνος. Ο Άλλος γίνεται αντίδοτο στην αίσθηση της μοναξιάς και η αγάπη, από αυτοσκοπός, γίνεται μέσο δωροδοκίας ή έκφρασης ευγνωμοσύνης.

Σε μια πιο ιδανική εκδοχή, μπορούμε να μιλήσουμε για συνάντηση Προσώπων αντί για αναζήτηση βάση ελλείμματος. Σε αυτήν την περίπτωση, αναζητούμε το ταιριαστό μας άλλο ολόκληρο αντί για το άλλο μας μισό. Αυτή είναι μια διεργασία η οποία επιτρέπει στους ανθρώπους να μεγαλώνουν, να ωριμάζουν, να κινούνται ελεύθερα εντός της σχέσης. Τη θέση της επιτακτικής ανάγκης και όλων των αδυναμιών και φόβων που τη συνοδεύουν, την παίρνει η ελεύθερη, συνειδητή επιλογή. Είμαι με τον άλλον γιατί τον επιλέγω και όχι γιατί τον έχω ανάγκη. Είμαι με τον άλλον γιατί εμπλουτίζει περαιτέρω μια ήδη γεμάτη ζωή και όχι για να μην είμαι μόνος μου, το οποίο είναι μια αρνητική διατύπωση. Ως σχέση προσώπων, εμφορείται από τις αξίες του σεβασμού, της ισότητας, της ελευθερίας, της αμοιβαιότητας. Με τα λόγια του Καντ, «Όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι εφόσον αποτελούν σκοπό και μόνο και ποτέ μέσο ο ένας για τον άλλον».

Σε μια λογική αναζήτησης έτερου μισού, υπερθεματίζεται η ομοιότητα, η σύγκλιση απόψεων, τάσεων, χαρακτηριστικών. Είναι κοινό μοτίβο οι άνθρωποι ν’ αναζητούν μια αντανακλαστική εκδοχή του εαυτού τους, με την ελπίδα ότι έτσι θα εδραιωθεί μια καλύτερη σχέση. Ο κοινός τόπος που είναι το απαιτούμενο εδώ μπορεί να πάρει διάφορες μορφές και είναι δυνατόν είτε να υπάρξει στην αρχή είτε να καλλιεργηθεί και να εδραιωθεί στην πορεία. Σε μια αγάπη μεταξύ Προσώπων το ζητούμενο δεν είναι η ευρεία ομοιότητα μεταξύ των ανθρώπων αλλά η ύπαρξη μιας ταυτότητας που οι διαφορές δεν βιώνονται ως απειλητικές αλλά ως ευκαιρία για αλληλοεμπλουτισμό και σύνθεση. Με βάση τα κοινά χαρακτηριστικά εδραιώνεται η σχέση αλλά είναι μέσω της ενσωμάτωσης των διαφορών και της πληθωρικότητας που δημιουργείται ένας κοινός σχεσιακός τόπος ζωντανός και γόνιμος που βοηθάει και τους δύο ανθρώπους να εξελιχθούν.

Δεν είναι όμως εύκολο. Πολλοί παράμετροι μπορούν να παρεμβληθούν και να διαταράξουν τη γέννηση και την εξέλιξη μιας τέτοιας αγάπης. Η αναζήτηση του άλλου μισού, παρά τις υπεράνθρωπες δυσκολίες που φαίνεται να ενέχει, είναι αρκετά κατευναστική. Καθώς συμμαχεί με τη μοίρα, με όπλα τη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο και τις τέχνες γενικότερα, καλλιεργεί στη συνείδηση του ανθρώπου ότι το απόλυτο είναι εφικτό αλλά και επιθυμητό. Μια αγάπη δίχως κόπο, δίχως προσπάθεια, που απλά συμβαίνει, όπως δύο κομμάτια παζλ που συνενώνονται. Πρόκειται όμως για μια συμβιωτική ένωση, αντίστοιχη με τη σχέση μητέρας εμβρύου, όπου ο άνθρωπος πλέει σε ένα συμβολικό αμνιακό υγρό. Εκεί τα όρια καταργούνται, η σχέση είναι απόλυτη, όλες οι ανάγκες καλύπτονται και η τρομακτική μοναξιά του Εγώ δε βιώνεται. 

Μια τέτοια αγάπη, ενώ φαντάζει γοητευτική με μια πρώτη ανάλυση, έχει στον πυρήνα της μια αδικία, καθώς απαιτείται από τον άλλο, πότε πιο έντονα και πότε πιο διακριτικά, να γίνει το παν. Προσδοκάται η σχέση να καλύψει συναισθηματικά κενά, υπαρξιακές ανησυχίες, καθιστώντας την από σκοπό σε μέσο. Εφόσον κάτι τέτοιο δεν μπορεί να είναι βιώσιμο μακροχρόνια, όταν παρέρχεται ο έρωτας ξεκινάει η απομυθοποίηση με όλες τις συνεπαγόμενες απογοητεύσεις και συμβιβασμούς. 

Η αγάπη απαιτεί προσπάθεια, κόπο και φροντίδα, τόσο σε ατομικό όσο και σε σχεσιακό επίπεδο. Οι άνθρωποι που τη μοιράζονται, δεν αρκεί να δουλεύουν για να βελτιώσουν τη σχέση τους αλλά απαιτείται παράλληλα να επενδύουν στην αυτοβελτίωσή τους και πέραν της σχέσης. Μια πλούσια και με νόημα ζωή είναι απαραίτητη προϋπόθεση για μια αντίστοιχα πλούσια και με νόημα σχέση. Η αγάπη, όπως και η ευτυχία βρίσκεται παρεμπιπτόντως, στα πλαίσια μιας δημιουργικής και συνειδητοποιημένης πορείας.

Βιβλιογραφία

  • Fromm, E. (1989). The art of loving. New York: Perennial Library.

Συγγράφοντας τη ζωή

Είμαστε οι ιστορίες που αφηγούμαστε, στον εαυτό μας, στους σημαντικούς άλλους, στον κόσμο. Η ταυτότητα ενός πολιτισμού διαμορφώνεται και διαιωνίζεται μεταξύ άλλων με τη βοήθεια των παραμυθιών, των μύθων και θρύλων, της γραπτής και επίσημης ιστορίας. Αντίστοιχα και στην περίπτωση του ανθρώπου, η ταυτότητά μας δημιουργείται μέσα από ανάλογους μηχανισμούς. Η μνήμη ωστόσο είναι μεροληπτική και το τι καταλήγει και με ποιο τρόπο να συμπεριληφθεί στην επίσημη ιστορία είναι αποτέλεσμα επιλογών, συμβάσεων, εξωγενών παραγόντων, πλαισίων και περίπλοκων κινήτρων.

Ξεκινάμε από τη βασική παραδοχή ότι δεν υπάρχει ένα εγγενές νόημα στον κόσμο. Έγκειται στην ευχέρεια του κάθε ανθρώπου το να αποδώσει ένα νόημα, ερμηνεύοντας καταστάσεις και βιώματα, δημιουργός και δημιούργημα του κόσμου που τον περιβάλλει. Όπως αναφέρει η Morgan Alice, στο εισαγωγικό της βιβλίο περί αφηγηματικής θεραπείας, μια ιστορία έχει να κάνει με κάποια γεγονότα, συνδεδεμένα σε μια σειρά, μέσα στην πορεία του χρόνου και σύμφωνα με μια πλοκή.

Ποια γεγονότα όμως επιλέγονται για να σχηματίσουν τον κορμό της ιστορίας και για να την εμπλουτίζουν διαχρονικά; Ο καθένας έχει μια πληθώρα στιγμών, ποικιλόμορφης σημαντικότητας, που απαρτίζουν την πορεία της ζωής του. Για παράδειγμα, ένας άνθρωπος μπορεί να έχει μια αφήγηση εγγενούς και μόνιμης αναξιότητας («Αποτυγχάνω σε οτιδήποτε κάνω», «Είμαι άχρηστος»). Είναι πολύ πιθανό σε τέτοιες περιπτώσεις να δίνεται επιπλέον σημασία σε γεγονότα που έρχονται να επιβεβαιώσουν αυτό το αφήγημα, ενώ άλλα που το διαψεύδουν, είτε παρελθοντικά είτε τρέχοντα, να υποτιμώνται ή να παραβλέπονται πλήρως. 

Κάποια κομμάτια της ιστορίας είναι προκατασκευασμένα και ως γεγονότα είναι δεδομένα, όπως η κοινωνία στην οποία γεννιόμαστε, η οικογένεια, το πολιτικό σύστημα. Ακόμα και σε αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει η δυνατότητα της ένταξής τους στην προσωπική πλοκή με έναν φαινομενολογικό τρόπο. Μια δυσχερής παιδική ηλικία, ενώ αφήνει τα σημάδια της δεν είναι ένα απόλυτο πεπρωμένο. Κάποιος μπορεί να βασιστεί σε αυτά ως εμπειρίες ενδυνάμωσης, ευκαιρία μάθησης και ωρίμανσης. Σημαντικό είναι επίσης ν’ αναγνωριστεί ότι κάποια κομμάτια της αφήγησης συν-κατασκευάζονται από σημαντικούς άλλους (πρόσωπα φροντίδας, ερωτικοί σύντροφοι, επαγγελματικές σχέσεις) με τους οποίους μοιραζόμαστε κομμάτια της ζωής και υπάρχει συνδιαμόρφωση μέσα από τη σχέση. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί όμως να μην καταλήξει κάποιος να καταγράφει τη ζωή του, όπως υπαγορεύεται από εξωτερικούς παράγοντες, αντί να τη συγγράφει. Εδώ έγκειται η έννοια της πλοκής και της ικανότητας του κάθε ανθρώπου να καθορίζει το προσωπικό νόημα της ζωής του.

Δεν είναι όλες οι ιστορίες που αφηγούμαστε αληθείς ή ακριβείς. Με τις επαναλαμβανόμενες αφηγήσεις ωστόσο, αυτές αποκτούν υπόσταση, γίνονται κυρίαρχες και εν τέλει μπορεί να καταλήξουν εγκλωβιστικές και απόλυτες. Παραδείγματος χάριν, μια ιστορία τελειότητας και παντοδυναμίας, ενώ μπορεί κατά περίπτωση να εξυπηρετεί κάποιον (σ’ ένα ανταγωνιστικό πλαίσιο εργασίας, σε μια ακαδημαϊκή πορεία), δεν αφήνει χώρο για ευαλωτότητα και ευαισθησία. Εναλλακτικές στιγμές δε γίνονται δεκτές, κομμάτια της εμπειρίας καταπιέζονται με σημαντικό ψυχικό κόστος και δεν υπάρχει χώρος για ευελιξία και εξέλιξη. Ενώ το κάθε πλαίσιο μπορεί να εμπλέκει διαφορετικά κομμάτια του προσωπικού αφηγήματος, αν δεν υπάρχει μια εννοιολογική σύνδεση και μια ενιαία, πληθωρική ταυτότητα, προκύπτει μια εσωτερική και διαπροσωπική ακαμψία που οδηγεί σε άγχος, κατάθλιψη, εντάσεις.

Στη διαδικασία της θεραπείας αφήνεται να ξεδιπλωθεί με ασφάλεια η ιστορία του ανθρώπου ως συγγραφέα της πορείας του. Αναγνωρίζεται η ικανότητα και η ευθύνη να γράφει αλλά και να διορθώνει την ιστορία αυτή. Διερευνώνται τα συγκεκριμένα βιώματα που καθόρισαν την ιστορία του, οι συνδέσεις που έκανε, οι συνέπειες που έχουν στο εδώ και τώρα. Ο ίδιος ο άνθρωπος, μέσα από τη διαδικασία, εντοπίζει τα σημεία εκείνα που δεν του ταιριάζουν και που του είναι επιβαρυντικά. Αναζητώνται οι στιγμές εκείνες που δεν συνάδουν με το κυρίαρχο, ανεπιθύμητο αφήγημα. Πχ, ένας άνθρωπος ο οποίος δυσκολεύεται να συνδεθεί με άλλους, θεωρώντας ότι είναι ανίκανος να νιώσει πράγματα και να αφεθεί. Διερευνώντας τα πλαίσια στα οποία κινείται, παρελθοντικές εμπειρίες, σχέσεις με τον εαυτό και με τον κόσμο, εντοπίζονται αφενός κομμάτια της ιστορίας τα οποία γράφτηκαν από άλλους ανθρώπους (θα μπορούσε να είναι ένας ψυχρός και απών γονέας) και αφετέρου εμπειρίες που εναντιώνονται σε αυτό (ένας πολύ καλός φίλος, σχέσεις που δούλεψαν, πλούσιος εσωτερικός κόσμος). Αυτές οι «εξαιρέσεις» γίνονται η βάση πάνω στην οποία χτίζεται μια εναλλακτική ιστορία, πιο κοντά στη συνολική πραγματικότητα του ατόμου.

Εν κατακλείδι, σ’ έναν κόσμο δίχως προκατασκευασμένα νοήματα, ο καθένας έχει την ευθύνη και το προνόμιο να δημιουργήσει μια δική του ιστορία. Όπως και μ’ ένα βιβλίο, υπάρχουν πολλαπλές αναγνώσεις ανάλογα με τη φάση ζωής του αναγνώστη, τις προσδοκίες και τις επιθυμίες του. Η ελευθερία καθορισμού πολλαπλασιάζεται όταν εκτός από αναγνώστες, είμαστε και συγγραφείς του βιβλίου.

Βιβλιογραφία

  • Morgan, A. (2000). What is narrative therapy?: An easy-to-read introduction. Adelaide, S. Australia: Dulwich Centre Publications.

Διαπληκτισμοί σε οικογενειακά συστήματα – Επίπεδα διαφωνίας

«Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί μαλώνουμε τόση ώρα», «Διαφωνούμε ακόμα και για τα πιο απλά πράγματα», «Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε ακόμα και για θέματα που έχουν προφανείς απαντήσεις». Αυτές είναι μερικές φράσεις που καταδεικνύουν διαφορετικά επίπεδα διαφωνίας. Στο βιβλίο Ανθρώπινη επικοινωνία, οι Watzlawick, Bavelas & Jackson γράφουν πως «Κάθε επικοινωνία έχει δύο όψεις – την όψη του περιεχομένου και την όψη της σχέσης – τέτοιες ώστε η δεύτερη κατατάσσει την πρώτη και αποτελεί συνεπώς μεταεπικοινωνία».

Στο επίπεδο του περιεχομένου ανήκει η άμεση επικοινωνία, η ανταλλαγή πληροφοριών, ιδεών, αντιλήψεων, αισθήσεων και οτιδήποτε μπορεί να συζητιέται μεταξύ δύο ή περισσότερων ανθρώπων δίχως να ενέχει και κάποιο σχόλιο/αναστοχασμό αναφορικά με τη σχέση τους. Παραδείγματος χάριν, η πρόσκληση σε κάποιους φίλους για επίσκεψη στο σπίτι ή το μέγεθος του εβδομαδιαίου προϋπολογισμού για αγορά τροφίμων, είναι μια συζήτηση περιεχομένου.

Στο επίπεδο της σχέσης ή διεργασίας, ανήκει η μεταεπικοινωνία, ο αναστοχασμός, τα σχόλια για τη σχέση και τη διαδικασία, πάθη ή εντάσεις που δε δικαιολογούνται απαραίτητα από το εκάστοτε θέμα διαφωνίας. Το επίπεδο αυτό μπορεί να είναι συνειδητό και να συνυπολογίζεται στην κουβέντα ή μπορεί να διαρρέει ασυνείδητα στη διαφωνία και να τη διογκώνει και εκτροχιάζει. Σε συνέχεια των προηγούμενων παραδειγμάτων, ενώ η πρόσκληση των φίλων μπορεί να είναι μια συνηθισμένη κίνηση και ν’ αφορά κοινώς αποδεκτούς ανθρώπους, ενδέχεται να πυροδοτήσει μια -φαινομενικά- αδικαιολόγητη σύγκρουση. Το ζευγάρι μπορεί ν’ αναλώσει αρκετή ώρα να διαπληκτίζεται γι’ αυτό το θέμα σε επίπεδο περιεχομένου («Γιατί τους κάλεσες», «Δεν τους θέλω σπίτι μου» κλπ), βιώνοντας ένα παράλογο αδιέξοδο ενώ στην πραγματικότητα η σύγκρουση να βρίσκεται ένα επίπεδο πιο πάνω, σε αυτό της σχέσης ή διεργασίας. Ενδέχεται η πραγματική διαφωνία να είναι ότι το ζητούμενο ήταν η συνδιαμόρφωση, μια από κοινού απόφαση και ν’ άπτεται έτσι ζητημάτων για το πώς δουλεύει αυτό το ζευγάρι («Θέλω να με ρωτάς πρώτα», «Θέλω να είμαστε ισότιμοι και αμοιβαίοι» κλπ).

Οι δυσκολίες εμφανίζονται όταν η ένταση του δεύτερου επιπέδου δε γίνεται συνειδητή ή όταν δεν αλληλεπιδρούν όλα τα εμπλεκόμενα μέρη στο ίδιο επίπεδο. Στην πρώτη περίπτωση μπορεί καυγάδες για απλά πράγματα να εκρήγνυνται, να παίρνουν πιο σοβαρή και επιθετική μορφή, να απλώνονται στο χρόνο και ν’ επαναλαμβάνονται περιοδικά. Επίσης, αν δεν αναγνωριστεί και συζητηθεί το ζήτημα της σχέσης, η πραγματική ενδεχομένως αιτία, τότε μπορεί να ξεσπούν με μεγαλύτερη συχνότητα εντάσεις ως συμπτώματα. Αν οι δυνάμεις και το σθένος του οικογενειακού συστήματος εξαντλώνται στο επίπεδο του περιεχομένου, τότε ακόμα και αν βρίσκονται πρόσκαιρες λύσεις και αντιμετωπίζεται η τρέχουσα διαφωνία, το βαθύτερο ζήτημα θα επανεμφανιστεί με κάποια άλλη μορφή. Μια συμπτωματικοκεντρική προσέγγιση που δεν εστιάζει στην αιτία δε δύναται να αποτελέσει ουσιαστική και βιώσιμη λύση.

Στη δεύτερη περίπτωση, δημιουργείται μια ασυμφωνία μεταξύ των εμπλεκόμενων μερών και αντί να επιλυθεί η σύγκρουση μπορεί να ενισχυθεί. Καθώς το επίπεδο της διεργασίας είναι μεταεπικοινωνία (συζήτηση περί της συζήτησης) απαιτεί μια απόσταση από την άμεση συνθήκη ώστε να μπορεί κάποιος να τη δει σφαιρικά και στην πληρότητά της για να μπορέσει ν’ αναστοχαστεί επ’ αυτής. Εάν μόνο ένα από τα εμπλεκόμενα μέρη υιοθετήσει μια αναστοχαστική στάση, αυξάνεται η απόσταση, ενισχύεται το αίσθημα μοναξιάς όλων των μερών και η αίσθηση της μη κατανόησης εντείνεται. Δίχως ισοτιμία δεν είναι εφικτός ένας γόνιμος διάλογος αφού οι εμπλεκόμενοι καταλήγουν να μιλούν μια διαφορετική γλώσσα.

Διαφωνίες επί του περιεχομένου που φαίνονται να είναι περιπλεγμένες και επενδεδυμένες με άλλα στοιχεία, είναι μια καλή ένδειξη ότι κάποιο κομμάτι της σχέσης χρειάζεται παραπάνω προσοχή και φροντίδα. Από αυτήν την άποψη, μπορούν να σταθούν αφορμές βελτίωσης της σχέσης. Ένα κάλεσμα για παύση και αναστοχασμό, όταν γίνεται με σεβασμό και ενδιαφέρον για τη σχέση, είναι το νήμα που μπορεί ν’ ακολουθήσει ένα ζευγάρι ή μια οικογένεια για να βρει το δρόμο έξω από ένα λαβύρινθο επαναλαμβανόμενων και ατέρμονων διαπληκτισμών. Το πιο σημαντικό και αυτό που βοηθάει την ελεύθερη μετακίνηση μεταξύ επιπέδων περιεχομένου και διεργασίας, είναι μια στάση συμμαχίας και αμοιβαιότητας. Είναι εύκολο, ειδικά όταν η διαφωνία και η σύγκρουση μένουν σε επίπεδο περιεχομένου, τα εμπλεκόμενα μέρη να εισέλθουν σε μια στάση επιθετικότητας και αμυντικότητας. Όταν όμως συνυπολογίζεται και το επίπεδο της διεργασίας, τότε επιτρέπεται στο οικογενειακό σύστημα να δει την ιστορικότητά του και τη μεταξύ τους σχέση. Δεν είναι απλά οι φορείς δύο ή περισσότερων συγκρουσιακών στάσεων, ιδεών, αντιλήψεων, αλλά άνθρωποι σε σχέση με έναν κοινό πλούτο εμπειριών από τον οποίο μπορούν ν’ αντλήσουν. Ως σύμμαχοι, μπορούν να αποφασίσουν μια εκεχειρία και να δουν αναστοχαστικά και ψύχραιμα, όχι το πώς θα συντρίψουν ο ένας τον άλλον αλλά πώς θα λειτουργήσουν συνεργατικά για να απαντήσουν στα πιο θεμελιώδη ζητήματα που μπορεί να υπάρχουν στη σχέση.

Βιβλιογραφία

  • Watzlawick P., Bavelas J.B., Jackson D.D. (1967), Pragmatics of human communication, W.W. Norton & Company, New York – London

Οι 4 βασικές υπαρξιακές έννοιες

Ο Ίρβιν Γιάλομ, αμερικανός ψυχίατρος και ψυχοθεραπευτής, στο βιβλίο του Υπαρξιακή Ψυχοθεραπεία, γράφει για 4 βασικές έννοιες, οι οποίες αποτελούν θεμελιώδεις πτυχές της ζωής των ανθρώπων: Θάνατος, Ελευθερία, Μοναξιά και Νόημα. Κατέχουν ουσιαστικό ρόλο στα πλαίσια της θεραπείας, ακόμα και όταν παίρνουν διαφορετικά ονόματα, ωστόσο η συνάφειά τους δεν εξαντλείται εκεί. Πρόκειται για έγνοιες που σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, σε συνειδητό ή ασυνείδητο επίπεδο, μας απασχολούν καθημερινά και μας συνοδεύουν στις επιλογές, στις αποφάσεις, στους φόβους, στις σχέσεις μας. 

Θάνατος

Ο θάνατος είναι ένα αναπόσπαστο μέρος της ανθρώπινης συνθήκης. Αντί για κάτι που εχθρεύεται τη ζωή, αποτελεί τη φυσική της εξέλιξη. Όντας μια ριζική αλλαγή στην υπαρξιακή κατάσταση ωστόσο, με όλο το βάρος του μεγάλου αγνώστου, είναι μια πηγή άγχους. Συνεπώς, ένα επίπεδο άγχους ως προς τη σκέψη του θανάτου είναι αναμενόμενο. Η δυσκολία ξεκινάει όταν αυτό διογκώνεται και παραλύει τον άνθρωπο. 

Το άγχος θανάτου είναι ανάλογο με το ποσοστό αβίωτης ζωής, με την ύπαρξη ή μη κάποιου νοήματος στη ζωή. Όσο λιγότερο ζει κάποιος, τόσο περισσότερο φοβάται το θάνατο. Δεν αφορά όμως τόσο ποσότητα εμπειριών όσο ποιότητα. Το καλύτερο αντίδοτο είναι μια ζωή πλούσια σε εμπειρίες, με βαθιές και ουσιαστικές σχέσεις με τους άλλους, με τον εαυτό και με την καθημερινή ζωή.

Μια ζωή κενή νοήματος ή πληθωρικής αλλά επιφανειακής, είναι ένα γόνιμο έδαφος για την εμφάνιση δυσκολιών αναφορικά με το θάνατο και τη θνητότητα. Ο άνθρωπος μπορεί να γεμίζει τη ζωή του με πράγματα και εμπειρίες για να μη σκέφτεται ή να δημιουργεί μια περσόνα μοναδικότητας που στα πλαίσια μιας μαγικής σκέψης τον κάνει άτρωτο. Σύνηθες επίσης είναι η δημιουργία μιας έννοιας «σωτήρα» που θα τον απαλλάξει από αυτό το φορτίο. 

Αλλά μόνο η συμφιλίωση με τη θνητότητα και το αναπόφευκτο γεγονός του θανάτου είναι βιώσιμη απάντηση. Τα υπόλοιπα είναι πρόσκαιροι αντιπερισπασμοί οι οποίοι είτε δεν κρατάνε πολύ είτε αφήνουν χαραμάδες από όπου διαρρέει ένα παραλυτικό άγχος. Το άγχος θανάτου βέβαια είναι και παραγωγικό και χρήσιμο. Δίνει μια προοπτική στα πράγματα, καθιστώντας το εδώ και το τώρα πολύτιμο αφού είναι εφήμερο, επιτρέποντας μια πιο ψύχραιμη αντιμετώπιση καθημερινών δυσκολιών για τον ίδιο λόγο. Παράδειγμα αυτού είναι οι λεγόμενες οριακές εμπειρίες, συγκυρίες όπου φέρνουν τον άνθρωπο σε μια έντονη και συνήθως εξαναγκαστική επαφή με τη θνητότητά του, όπως ένα ατύχημα, ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου και διάφορα ορόσημα (πχ. σύνταξη). 

Είναι σημαντικό επίσης ο άνθρωπος να μπορεί να διαμοιραστεί αυτό το άγχος. Στη σύγχρονη, δυτική κουλτούρα, ο θάνατος είναι ταμπού και ξορκίζεται. Ακόμα και οι παραδοσιακές τελετές αποχαιρετισμού των νεκρών, από κοινοτική εμπειρία γίνονται ατομικές διεργασίες προ κεκλεισμένων θυρών με ενοχοποιημένες τις έντονες εκδηλώσεις πένθους. Ο καθένας φέρει το φορτίο του θανάτου του μόνος του και αυτή η μοναξιά το τροφοδοτεί και το διαστρεβλώνει. Όταν πέφτει το φως της σχέσης επάνω του, διώχνει ένα μέρος από το σκοτάδι του. 

Ελευθερία

«Δε θέλω να πάρω μια απόφαση», «Διάλεξε εσύ για μένα», «Έτσι με μεγάλωσαν, δεν μπορώ ν’ αλλάξω». Αυτές είναι μερικές φράσεις που καταδεικνύουν την έγνοια της ελευθερίας, σε ένα εσωτερικό, υπαρξιακό επίπεδο. Η έννοια της ελευθερίας, βασιζόμενη στην υπαρξιακή φιλοσοφία, δηλώνει ότι σε έναν κόσμο που δεν υπάρχουν προκατασκευασμένα νοήματα και πεπρωμένα, ο άνθρωπος έχει την αυτοδιάθεση να επιλέξει τι νοήματα θ’ αποδώσει στις εμπειρίες του. Ως αυθέντης της εμπειρίας του, ως αρχιτέκτονας της ζωής του, έχει και την ευθύνη του δημιουργήματός του. Υπάρχουν και θετικές και αρνητικές προεκτάσεις σε αυτό.

 Εφόσον δεν υπάρχει κάποια προδιαγεγραμμένη, αναπόδραστη πορεία, μπορεί να δημιουργήσει αυτό που επιθυμεί, που του ταιριάζει και τον ολοκληρώνει. Ένα τραυματικό γεγονός δεν τον καθορίζει για το υπόλοιπο της ζωής του αλλά μπορεί να επιλέξει πώς θα σταθεί ως προς αυτό, αν θ’ αφήσει να τον τσακίσει ή θα μεγαλώσει μέσα απ’ αυτό. Από την άλλη πλευρά όμως, την ελευθερία τη συνοδεύει η ευθύνη, το ρίσκο της επιλογής. Με κάθε ναι υπάρχει και ένα όχι. Δεν υπάρχουν εγγυήσεις πως μια επιλογή είναι η σωστή επιλογή, όπως και αν ορίζεται το σωστό για τον καθένα. Η επιλογή μιας καριέρας, ο χωρισμός ενός συντρόφου, μια επαγγελματική κίνηση μπορεί να είναι μακροχρόνια ωφέλιμα ή μπορεί να αποδειχθούν εν τέλει ανεπιθύμητες επιλογές. 

Αυτό επιφέρει το υπαρξιακό άγχος της αβεβαιότητας. Γι’ αυτό συχνά μπορεί κάποιος να καταφύγει σε μηχανισμούς αποφυγής. Μπορεί ν’ ακολουθήσει το επάγγελμα που διαλέγουν οι γονείς, να μένει σε μια σχέση δυσάρεστη παρακαλώντας για μια διέξοδο, ν’ αποφεύγει ν’ αλλάξει κάτι στην εργασία του παραμένοντας στάσιμος και δίχως νόημα. Ωστόσο το άγχος παραμένει και αποκτά μια άλλη μορφή που έχει να κάνει με την ασυνέπεια ως προς την αυθεντικότητά του, μια αίσθηση προδοσίας και εγκλωβισμού. Εδώ μπορεί να ενισχυθεί και το άγχος θανάτου ως αποτέλεσμα της αύξησης της αβίωτης ζωής. Σαν πρόσκαιρα αντίδοτα μπορεί να προκύψουν συμπεριφορές χρήσης και κατάχρησης, υπαρξιακού μουδιάσματος, ριψοκίνδυνες και εριστικές κινήσεις για να εκβιαστούν καταστάσεις, απόδραση στη φαντασία και παθητικότητα όπου εξαντλείται σε ευχές για αλλαγές. 

Η απάντηση στην έγνοια της ελευθερίας είναι κατ’ αρχάς η αναγνώρισή της. Ο άνθρωπος από παθητικός δέκτης γίνεται ο αυθέντης της εμπειρίας του, αντιλαμβανόμενος ότι έχει δύναμη και ευθύνη. Στη συνέχεια, η αναγνώριση των ορίων της ελευθερίας. Ελευθερία δε σημαίνει χάος, απόλυτο έλεγχο ούτε είναι εις βάρος των υπολοίπων. Ο ελεύθερος άνθρωπος δεν μπορεί να γίνει απαραίτητα ό,τι επιθυμεί αλλά έχει την ευχέρεια να επιλέξει πώς θα σταθεί και τι νόημα δίνει σ’ αυτό που είναι και μπορεί να γίνει στα ρεαλιστικά πλαίσια του κόσμου. Και τρίτον είναι η δράση που έρχεται να επισφραγίσει τις εσωτερικές αποφάσεις. Αναγνωρίζοντας τις ικανότητές του, έχοντας εμπιστοσύνη στο κεφάλαιο ζωής που έχει συσσωρεύσει, ο ελεύθερος άνθρωπος παίρνει αποφάσεις και τις υλοποιεί μαζί με το ρίσκο που ενέχουν. 

Μοναξιά

«Είμαστε μόνοι μας πάνω σε μια βάρκα που πλέει σε μια σκοτεινή θάλασσα. Είναι όμως παρήγορο να βλέπουμε τα φώτα από άλλες βάρκες που πλέουν τριγύρω μας». Η μοναξιά είναι μια βασική υπαρξιακή συνθήκη. Μπορεί να περιτριγυριζόμαστε από ανθρώπους, να υπάρχει μια πληθώρα συντροφιάς, να φορτωνόμαστε με δραστηριότητες αλλά κατά βάση ο άνθρωπος είναι μόνος του. Όση κατανόηση και εγγύτητα και αν υπάρχει, κανένας δεν μπορεί να ταυτιστεί πλήρως μαζί μας και να μοιραστεί απόλυτα τον εσωτερικό μας κόσμο και βίωμα.  

Διακρίνονται 3 επίπεδα μοναξιάς, το διαπροσωπικό, το εσωτερικό και το υπαρξιακό. Το πρώτο επίπεδο αφορά την παρουσία ή μη ανθρώπων στη ζωή μας, την ύπαρξη στενών σχέσεων, συντρόφων κλπ. Το δεύτερο αφορά την αποξένωση από τα συναισθήματα, τις σκέψεις και το εύρος των ενδοψυχικών διεργασιών. Είναι η μη αναγνώριση ή αποστασιοποίηση από κομμάτια της εμπειρίας μας. Επιθυμίες που καταπιέζονται, όνειρα και προσδοκίες που παραμερίζονται, φόβοι, θυμός και συναισθήματα που αρνούμαστε την ύπαρξή τους, εμπειρίες από το παρελθόν ή το παρόν που ακυρώνουμε ή απωθούμε για διάφορους λόγους. Στον εσωτερικό μας κόσμο υπάρχει μοναξιά αφού κοιτώντας εντός δεν μπορούμε να συναντηθούμε με τον εαυτό μας στην πληρότητά του. 

Το τρίτο επίπεδο, το υπαρξιακό, αφορά την αποσύνδεση από θεμελιώδεις πτυχές της ύπαρξής μας (ελευθερία, θάνατο, νόημα). Η υπαρξιακή μοναξιά αφορά το κατά πόσο ο άνθρωπος μπορεί να συναντάται με τους άλλους και με τον εαυτό του στην πληρότητά του και άρα επηρεάζει και τα άλλα δύο επίπεδα. Εάν δεν αναγνωρίζεται πχ. η διάσταση της ελευθερίας και του θανάτου, μπορεί κάποιος να μένει σε εξαρτησιακές σχέσεις, αρνούμενος να μεγαλώσει, περιορίζοντας τη φυσική του εξέλιξη και κάνοντας εκπτώσεις στις ανάγκες του. Η έλλειψη νοήματος μπορεί να επηρεάσει τη σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο, όχι μόνο σε διαπροσωπικό επίπεδο αλλά και με το συνολικό εύρος της εμπειρίας του, όπως παρατηρείται σε περιπτώσεις αποπραγματοποίησης, όπου ο κόσμος φαίνεται αλλόκοτος και ανοίκειος. 

Η εξοικείωση με τη μοναξιά και η απάντησή της δεν είναι μια γραμμική διαδικασία αλλά μια δυναμική διεργασία με διακυμάνσεις. Το βασικό βήμα είναι η αποδοχή του ομολογουμένως τρομακτικού γεγονότος ότι ο κάθε άνθρωπος είναι ένας ξεχωριστός μικρόκοσμος και ότι η μοναξιά δεν έχει εγγενώς κάποια αξιολογική χροιά, αρνητική ή θετική. Όπως και ο θάνατος, αποτελεί μια φυσική, υπαρξιακή συνθήκη η οποία εξαρτάται από το νόημα που επιλέγει να της δώσει ο καθένας. Δύο άνθρωποι μπορεί να βλέπουν ακριβώς το ίδιο πράγμα και να το βιώνουν τελείως διαφορετικά, δημιουργώντας αυτήν την αίσθηση μοναξιάς. Σε κάποιες προνομιακές περιπτώσεις μπορεί αυτό το όριο να καταργείται και να υπάρχει μια συνταύτιση, όπως είναι στον έρωτα αλλά η απόλυτη, διαχρονική ένωση δεν είναι μια ρεαλιστική προοπτική ούτε ένα ιδανικό ζητούμενο. 

Η μοναξιά είναι φυσικό επακόλουθο της ελευθερίας και του μεγαλώματος. Δημιουργώντας ένα καινούριο μονοπάτι, ένα προσωπικό πεπρωμένο, νομοτελειακά θα υπάρξει ένας διαχωρισμός από τους υπόλοιπους. Η αποδοχή αυτού του υπαρξιακού γεγονότος διευκολύνεται όταν ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να κάνει τις δικές του επιλογές πάνω σε μια ασφαλή βάση δίχως ενοχές, σε αναγνώριση και αρμονία με όλες του τις πτυχές και εκφάνσεις. Και είναι πάντα παρήγορο να υπάρχουν συνοδοιπόροι σε αυτό το ταξίδι ακόμα και όταν τα μονοπάτια δεν εφάπτονται.  

Νόημα

Στα πλαίσια της υπαρξιακής προσέγγισης, ο κόσμος δεν έχει ένα εγγενές, προκατασκευασμένο νόημα. Ριχνόμαστε στη ζωή τυχαία, σε ένα σύμπαν δίχως σχέδιο και αγωνιζόμαστε να δημιουργήσουμε κάτι. Ιστορικά, αυτή η έγνοια του νοήματος και της έλλειψής του έχει απαντηθεί θεολογικά. Είμαστε μέρος ενός θεϊκού σχεδίου, κάπου υπάρχουν μια ή περισσότερες οντότητες που φροντίζουν για την πορεία μας κλπ. Σ’ ένα κοσμικό επίπεδο, η κουλτούρα, οι παραδόσεις, η εργασία, η διαιώνιση του είδους, οι σχέσεις έρχονται να δώσουν μια άλλη απάντηση στο ζήτημα αυτό. Συχνά, αυτά τα νοήματα υιοθετούνται αυτόματα σαν απόλυτες αλήθειες όπως ανατρέφεται κανείς από την οικογένεια, το σχολείο και την ευρύτερη κοινωνία. 

«Τι κάνω με τη ζωή μου;», «Τι νόημα έχουν αυτά που έχω κάνει», «Τι θα αφήσω πίσω μου όταν φύγω;», είναι μερικές αγωνίες που μπορεί να προκύψουν σε διάφορες φάσεις στη ζωή ενός ανθρώπου ακόμα και όταν δεν αμφισβητεί ανοιχτά τα ευρέως διαδεδομένα νοήματα. Η αγωνία εντείνεται όταν συνδυαστεί με την έννοια της ελευθερίας. Αν είμαστε ελεύθεροι να δημιουργήσουμε και αν δεν υπάρχουν από πριν κατασκευές και πεπρωμένα, τότε φέρουμε την ευθύνη των επιλογών μας δίχως καμία βεβαιότητα ότι είναι και η σωστή. Ο υπαρξιακά ενήμερος άνθρωπος είναι σε μια συνεχή διαδικασία αξιολόγησης και δημιουργίας, το οποίο ενίοτε μπορεί να είναι μια εξουθενωτική συνθήκη. 

Όταν όμως τα νοήματα μας δεν είναι συνειδητά και ελεύθερα επιλεγμένα, τότε θα βιώνουν κραδασμούς και κατά περίπτωση θα καταρρέουν. Τότε η έγνοια του νοήματος αναδύεται και πιάνει τους ανθρώπους εξαπίνης, με εν δυνάμει τρομακτικά αποτελέσματα. Σαν απάντηση, με έναν πιο επιβαρυντικό τρόπο για τον ίδιο τον άνθρωπο, μπορεί να επιλεχθεί η απόλυτη αφοσίωση σε έναν κάποιο σκοπό (ζηλωτισμός), ο μηδενισμός, η παραίτηση και παθητικότητα, ο ηδονισμός. Ωστόσο, μια πιο γόνιμη απάντηση και ελπιδοφόρα είναι αρχικά η αποδοχή του υπαρξιακού γεγονότος ως κάτι πέρα από το καλό και το κακό και στη συνέχεια η κατασκευή των προσωπικών νοημάτων. Εν τέλει, η σημασία της ζωής, ο σκοπός της είναι μια συνεχής αναζήτηση. Όπως και η ευτυχία ή ο έρωτας, δεν μπορεί να επιβληθεί ή να κατακτηθεί αλλά συνήθως προκύπτει με το να είναι κανείς μέσα στο ρεύμα της ζωής, με τρόπο αυθεντικό, συνειδητό και συνεπή με τον εαυτό του.

Εν κατακλείδι, μία απάντηση στο υπαρξιακό άγχος προκύπτει από το συνδυασμό των τεσσάρων θεμελιωδών εννοιών. Σ’ έναν κόσμο δίχως προϋπάρχοντα νοήματα, ένας άνθρωπος που αξιοποιεί την ελευθερία του και αναλαμβάνει την ευθύνη της ζωής του, με γνώμονα την εφημερότητα και άρα την αξία αυτής, όντας σε σχέση με τους άλλους, τον εαυτό του και τον κόσμο, είναι σα να στέκεται μπροστά σ’ ένα λευκό καμβά που τον περιμένει για να ζωντανέψει. Μπορεί το σχέδιο να μην είναι τέλειο ή αυτό που ξεκίνησε να σχεδιάζει αλλά θα είναι έργο των χεριών του και πραγματικά δικό του.

Βιβλιογραφία

  • Yalom, I. D. (1980). Existential Psychotherapy. Basic Books

Το πάντα και το ποτέ – Οι απόλυτες έννοιες στη σχέση

«Θα σε θέλω για πάντα». «Δε θ’ αλλάξω ποτέ». «Θα είσαι για πάντα το μικρό μου παιδί» «Δε θα σου το κάνω ποτέ αυτό». Αυτές είναι ενδεικτικά μερικές φράσεις – διακηρύξεις που εκφράζονται στις πιο στενές ανθρώπινες σχέσεις, είτε ερωτικές είτε οικογενειακές. Φράσεις που αποτελούν θεμέλιο λίθο της λογοτεχνίας, της ποίησης, του σινεμά καθώς αποτελούν εκφάνσεις του απόλυτου, του υπερβατικού, του δραματικού. Και ενώ αυτές οι έννοιες ενέχουν μια έντονη γοητεία, δεν εδράζονται στη ρεαλιστική εμπειρία του ανθρώπου και στη ζώσα πραγματικότητα.

Με μια πρώτη ανάγνωση αποτελούν ελκυστικές λέξεις και έννοιες. Οι συμμετέχοντες σε μια σχέση, είτε όταν τις εκφράζουν είτε όταν τις ακούν, βιώνουν την ασφάλεια της διαχρονικότητας. Σε μια ζωή που τα πάντα ρέουν, που οι αλλαγές σε πολλαπλά επίπεδα συμβαίνουν με ταχύτατους ρυθμούς και τα παραδοσιακά υποστηρικτικά συστήματα είτε παρακμάζουν είτε μετασχηματίζονται, υπάρχει κάτι δεδομένο να τους καθησυχάζει και να βασίζονται σε αυτό. Το «πάντα» διασφαλίζει ένα μέλλον, μια συνέχεια και χαρίζει μια προβλεψιμότητα στον άνθρωπο, δουλεύοντας ως οδηγός και ως φάρος.

Αντίστοιχη λειτουργία επιτελεί και το «ποτέ». Η σταθερότητά του έχει μια αποτρεπτική χροιά, ότι δε θα συμβεί κάτι δυσάρεστο στο μέλλον. Ένας χωρισμός, μια απογοήτευση, μια δομική αλλαγή στις δυναμικές της σχέσης, όλα αυτά το «ποτέ» τα ξορκίζει στα πλαίσια μιας μαγικής σκέψης. Διασφαλίζει, με πολύ εύθραυστο τρόπο, τόσο μια σταθερότητα στη σχέση όσο και μια εσωτερική, ατομική σταθερότητα. Οι προεκτάσεις αυτού σε ατομικό επίπεδο είναι ότι ο άνθρωπος που το εκφράζει, αναγάγει την τωρινή του κατάσταση, συμπεριφορά, ψυχοσύνθεση σε μια αμετάβλητη, σταθερή κατασκευή. Ένα ιδανικό τώρα, ένας ιδανικός ή έστω γνώριμος εαυτός θα συνεχίσει ως έχει, δίχως να εγερθούν περίπλοκα ζητήματα ή μια ανάγκη επαναδιαπραγμάτευσης, εσωτερικής ή εξωτερικής. Το θετικό πρόσημο που φέρει το  απόλυτο είναι πως χαρίζει απλόχερα και εύκολα ασφάλεια και θαλπωρή.

Τα «πάντα» και το «ποτέ» είναι τέκνα του απόλυτου. Αυτή είναι η αρνητική τους όψη. Υποθάλπουν μια καθήλωση σε μια συγκεκριμένη χρονικότητα, περιορίζοντας το χώρο για μεγάλωμα. Εμποδίζουν την εξέλιξη, η οποία δεν είναι απαραίτητα θετική ή αρνητική αποκλειστικά. Δημιουργούν συνθήκες προδοσίας που προστίθενται στο συναισθηματικό βάρος της αλλαγής. Ο άνθρωπος που διακηρύσσει ότι ποτέ δε θα κάνει κάτι, παίρνει αυτήν τη θέση δίχως να υπολογίζει τις αναπόφευκτες και απρόβλεπτες αλλαγές. Εάν όντως κάνει αυτό το απευχόμενο κάτι, θα αναγκαστεί είτε ν’ ακυρώσει την εμπειρία του είτε να την αποδεχτεί με το ψυχοφθόρο βάρος της ασυνέπειας, μιας ασυνέπειας αυτο-επιβαλλόμενης. Θα κληθεί να διαχειριστεί τις αλλαγές που προκαλεί στο σχεσιακό του πλαίσιο, τις αλλαγές στην αυτο-εικόνα του καθώς και το βάρος στη συνείδησή του. 

Το απόλυτο περιορίζει ή επιβαρύνει και αυτόν που το δέχεται. Δημιουργεί μια προσδοκία στην οποία ο άλλος θα χτίσει, δημιουργεί μια πίεση για ανταπόκριση με εξίσου απόλυτους όρους, διαφορετικά προκύπτει μια ασυμφωνία στη σχέση με τις συνεπακόλουθες αγκυλώσεις. Μπορεί επίσης να οδηγήσει σε μια αέναη εναντίωση, απογοήτευση, ανάγκη για επιβεβαίωση («Δεν το περίμενα ποτέ από εσένα», «Θα είσαι για πάντα το παιδί που δεν μπορώ να δω ότι μεγάλωσε» κλπ).

Το ποτέ και το πάντα είναι λεκτικοί περιορισμοί, το φίμωτρο που βάζουμε για να μη δαγκώσουμε ή δαγκωθούμε, δίχως να δίνεται τόση έμφαση στην έννοια της ελεύθερης, ζώσας επιλογής. Οι απόλυτες λέξεις και έννοιες κρύβουν από πίσω ένα «πρέπει», το οποίο είναι μια περιοριστική κατασκευή. Εφόσον εκφράζονται, επιδιώκουν να γίνουν αυτοεκπληρούμενες προφητείες. Οι εραστές πρέπει να συνεχίζουν να ποθούνται για πάντα με τον ίδιο τρόπο για να μείνουν πιστοί στη δήλωση, το άτομο να ακυρώσει πτυχές της εμπειρίας του για να μην διαψεύσει τον εαυτό του, ένας γονέας να μην αντιλαμβάνεται την εξέλιξη του παιδιού του για να μη χαθεί η ταυτότητά του.

Προχωρώντας σε μια πολυσύνθετη στάση, πιο κοντά στα χαρακτηριστικά της ρέουσας ζωής, ξεκινάμε από μια αποσύνθεση των εννοιών. Χονδρικά, πίσω από τις απόλυτες έννοιες του «πάντα» και του «ποτέ», υπάρχει ένας φόβος και μια επιθυμία. Ενδεικτικά, αντί για το «Θα σε θέλω για πάντα» μπορεί να υπάρξει το «Τώρα σε θέλω, θέλω να συνεχίσω να σε θέλω. Μπορεί να μην είναι για πάντα ή να μην είναι με τον ίδιο τρόπο. Αν δεν είναι για πάντα, θα εκτιμήσω κάθε στιγμή που μοιραζόμαστε ως πολύτιμη. Αν δεν είναι με τον ίδιο τρόπο, θα γνωριστούμε και θ’ αγαπηθούμε με τρόπους που δεν μπορούμε να φανταστούμε τώρα και η ανάγκη του ενός για τον άλλον θα γίνει πιο βαθιά». Αντί για το «Δε θ’ αλλάξω ποτέ», μπορεί να υπάρξει το «Δεν μπορώ να φανταστώ τώρα μια αλλαγή. Ωστόσο αναγνωρίζω ότι είμαι συνέχεια σε μια διαδικασία αλλαγής και κάποια πράγματα όντως έχουν αλλάξει, πότε προς το καλύτερο πότε προς το χειρότερο, και ενίοτε με τρόπους που μ’ εξέπληξαν». Αντί για το «Θα είσαι για πάντα το μικρό μου παιδί», «Φοβάμαι ότι όσο μεγαλώνεις τόσο δε θα με έχεις ανάγκη και το να είμαι γονιός και φροντιστής σου είναι θεμελιώδες στοιχείο της ταυτότητάς μου. Θέλω να σε έχω ενεργά στη ζωή μου και στην καθημερινότητά μου». 

Με βάση αυτούς τους επαναπροσδιορισμούς των απόλυτων εκφράσεων, οι άνθρωποι μπορούν να βρουν νέους, πλούσιους και ειλικρινείς τρόπους για να επικοινωνούν και να συσχετίζονται. Προσεγγίζοντας τον εαυτό μας και τους άλλους με αυτές τις έννοιες, καλλιεργείται μια σχέση πιο ελεύθερη και εδραιωμένη στο βιωμένο παρόν, μια σχέση Εγώ-Συ κατά Buber αντί για μια σχέση δεσμευτικών στάσεων και δηλώσεων. Μια σχέση η οποία δεν υπολείπεται σε ένταση, βάθος και νόημα, επιτρέποντας παράλληλα στους εμπλεκόμενους να αλλάζουν, να ξαναγνωρίζονται και να επικυρώνουν εκ νέου τη σχέση. Η εμπιστοσύνη δεν είναι προνόμιο του απόλυτου και δεν εδραιώνεται μέσα από μερικές λέξεις αλλά σφυρηλατείται και ισχυροποιείται μέσα από τις δοκιμασίες της ζωής.

Εν κατακλείδι, το «πάντα» και το «ποτέ» αποτελούν ένα φυσικό μέρος της ανθρώπινης πραγματικότητας, όντας εκφράσεις της εγγενούς μας ανάγκης για το υπερβατικό και το θεϊκό. Ταυτόχρονα όμως, την εχθρεύονται και εναντιώνονται σε βασικές της αρχές. Αυτή η φαινομενική αντίφαση είναι μια διαδικασία η οποία είναι αντικείμενο επεξεργασίας στα πλαίσια της θεραπείας. Το ζητούμενο είναι η συνθετότητα, η αναγνώριση και καταληκτική αποδοχή αυτής. Ιδανικά, διατηρείται η ουσία αυτών των εννοιών. Το «πάντα» και το «ποτέ» εκφράζονται ως τάσεις, ως επιθυμίες και ως έμπνευση, ενώ ο άνθρωπος αφήνεται ελεύθερος να αλλάζει, να μεταμορφώνεται και να εμπλουτίζεται, αναλαμβάνοντας με θάρρος ν’ αντιμετωπίσει την αβεβαιότητα της ζωής και να δρέψει τους καρπούς της έκπληξης, όποιο πρόσημο και αν έχουν.