
Ο Ίρβιν Γιάλομ, αμερικανός ψυχίατρος και ψυχοθεραπευτής, στο βιβλίο του Υπαρξιακή Ψυχοθεραπεία, γράφει για 4 βασικές έννοιες, οι οποίες αποτελούν θεμελιώδεις πτυχές της ζωής των ανθρώπων: Θάνατος, Ελευθερία, Μοναξιά και Νόημα. Κατέχουν ουσιαστικό ρόλο στα πλαίσια της θεραπείας, ακόμα και όταν παίρνουν διαφορετικά ονόματα, ωστόσο η συνάφειά τους δεν εξαντλείται εκεί. Πρόκειται για έγνοιες που σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, σε συνειδητό ή ασυνείδητο επίπεδο, μας απασχολούν καθημερινά και μας συνοδεύουν στις επιλογές, στις αποφάσεις, στους φόβους, στις σχέσεις μας.
Θάνατος
Ο θάνατος είναι ένα αναπόσπαστο μέρος της ανθρώπινης συνθήκης. Αντί για κάτι που εχθρεύεται τη ζωή, αποτελεί τη φυσική της εξέλιξη. Όντας μια ριζική αλλαγή στην υπαρξιακή κατάσταση ωστόσο, με όλο το βάρος του μεγάλου αγνώστου, είναι μια πηγή άγχους. Συνεπώς, ένα επίπεδο άγχους ως προς τη σκέψη του θανάτου είναι αναμενόμενο. Η δυσκολία ξεκινάει όταν αυτό διογκώνεται και παραλύει τον άνθρωπο.
Το άγχος θανάτου είναι ανάλογο με το ποσοστό αβίωτης ζωής, με την ύπαρξη ή μη κάποιου νοήματος στη ζωή. Όσο λιγότερο ζει κάποιος, τόσο περισσότερο φοβάται το θάνατο. Δεν αφορά όμως τόσο ποσότητα εμπειριών όσο ποιότητα. Το καλύτερο αντίδοτο είναι μια ζωή πλούσια σε εμπειρίες, με βαθιές και ουσιαστικές σχέσεις με τους άλλους, με τον εαυτό και με την καθημερινή ζωή.
Μια ζωή κενή νοήματος ή πληθωρικής αλλά επιφανειακής, είναι ένα γόνιμο έδαφος για την εμφάνιση δυσκολιών αναφορικά με το θάνατο και τη θνητότητα. Ο άνθρωπος μπορεί να γεμίζει τη ζωή του με πράγματα και εμπειρίες για να μη σκέφτεται ή να δημιουργεί μια περσόνα μοναδικότητας που στα πλαίσια μιας μαγικής σκέψης τον κάνει άτρωτο. Σύνηθες επίσης είναι η δημιουργία μιας έννοιας «σωτήρα» που θα τον απαλλάξει από αυτό το φορτίο.
Αλλά μόνο η συμφιλίωση με τη θνητότητα και το αναπόφευκτο γεγονός του θανάτου είναι βιώσιμη απάντηση. Τα υπόλοιπα είναι πρόσκαιροι αντιπερισπασμοί οι οποίοι είτε δεν κρατάνε πολύ είτε αφήνουν χαραμάδες από όπου διαρρέει ένα παραλυτικό άγχος. Το άγχος θανάτου βέβαια είναι και παραγωγικό και χρήσιμο. Δίνει μια προοπτική στα πράγματα, καθιστώντας το εδώ και το τώρα πολύτιμο αφού είναι εφήμερο, επιτρέποντας μια πιο ψύχραιμη αντιμετώπιση καθημερινών δυσκολιών για τον ίδιο λόγο. Παράδειγμα αυτού είναι οι λεγόμενες οριακές εμπειρίες, συγκυρίες όπου φέρνουν τον άνθρωπο σε μια έντονη και συνήθως εξαναγκαστική επαφή με τη θνητότητά του, όπως ένα ατύχημα, ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου και διάφορα ορόσημα (πχ. σύνταξη).
Είναι σημαντικό επίσης ο άνθρωπος να μπορεί να διαμοιραστεί αυτό το άγχος. Στη σύγχρονη, δυτική κουλτούρα, ο θάνατος είναι ταμπού και ξορκίζεται. Ακόμα και οι παραδοσιακές τελετές αποχαιρετισμού των νεκρών, από κοινοτική εμπειρία γίνονται ατομικές διεργασίες προ κεκλεισμένων θυρών με ενοχοποιημένες τις έντονες εκδηλώσεις πένθους. Ο καθένας φέρει το φορτίο του θανάτου του μόνος του και αυτή η μοναξιά το τροφοδοτεί και το διαστρεβλώνει. Όταν πέφτει το φως της σχέσης επάνω του, διώχνει ένα μέρος από το σκοτάδι του.
Ελευθερία
«Δε θέλω να πάρω μια απόφαση», «Διάλεξε εσύ για μένα», «Έτσι με μεγάλωσαν, δεν μπορώ ν’ αλλάξω». Αυτές είναι μερικές φράσεις που καταδεικνύουν την έγνοια της ελευθερίας, σε ένα εσωτερικό, υπαρξιακό επίπεδο. Η έννοια της ελευθερίας, βασιζόμενη στην υπαρξιακή φιλοσοφία, δηλώνει ότι σε έναν κόσμο που δεν υπάρχουν προκατασκευασμένα νοήματα και πεπρωμένα, ο άνθρωπος έχει την αυτοδιάθεση να επιλέξει τι νοήματα θ’ αποδώσει στις εμπειρίες του. Ως αυθέντης της εμπειρίας του, ως αρχιτέκτονας της ζωής του, έχει και την ευθύνη του δημιουργήματός του. Υπάρχουν και θετικές και αρνητικές προεκτάσεις σε αυτό.
Εφόσον δεν υπάρχει κάποια προδιαγεγραμμένη, αναπόδραστη πορεία, μπορεί να δημιουργήσει αυτό που επιθυμεί, που του ταιριάζει και τον ολοκληρώνει. Ένα τραυματικό γεγονός δεν τον καθορίζει για το υπόλοιπο της ζωής του αλλά μπορεί να επιλέξει πώς θα σταθεί ως προς αυτό, αν θ’ αφήσει να τον τσακίσει ή θα μεγαλώσει μέσα απ’ αυτό. Από την άλλη πλευρά όμως, την ελευθερία τη συνοδεύει η ευθύνη, το ρίσκο της επιλογής. Με κάθε ναι υπάρχει και ένα όχι. Δεν υπάρχουν εγγυήσεις πως μια επιλογή είναι η σωστή επιλογή, όπως και αν ορίζεται το σωστό για τον καθένα. Η επιλογή μιας καριέρας, ο χωρισμός ενός συντρόφου, μια επαγγελματική κίνηση μπορεί να είναι μακροχρόνια ωφέλιμα ή μπορεί να αποδειχθούν εν τέλει ανεπιθύμητες επιλογές.
Αυτό επιφέρει το υπαρξιακό άγχος της αβεβαιότητας. Γι’ αυτό συχνά μπορεί κάποιος να καταφύγει σε μηχανισμούς αποφυγής. Μπορεί ν’ ακολουθήσει το επάγγελμα που διαλέγουν οι γονείς, να μένει σε μια σχέση δυσάρεστη παρακαλώντας για μια διέξοδο, ν’ αποφεύγει ν’ αλλάξει κάτι στην εργασία του παραμένοντας στάσιμος και δίχως νόημα. Ωστόσο το άγχος παραμένει και αποκτά μια άλλη μορφή που έχει να κάνει με την ασυνέπεια ως προς την αυθεντικότητά του, μια αίσθηση προδοσίας και εγκλωβισμού. Εδώ μπορεί να ενισχυθεί και το άγχος θανάτου ως αποτέλεσμα της αύξησης της αβίωτης ζωής. Σαν πρόσκαιρα αντίδοτα μπορεί να προκύψουν συμπεριφορές χρήσης και κατάχρησης, υπαρξιακού μουδιάσματος, ριψοκίνδυνες και εριστικές κινήσεις για να εκβιαστούν καταστάσεις, απόδραση στη φαντασία και παθητικότητα όπου εξαντλείται σε ευχές για αλλαγές.
Η απάντηση στην έγνοια της ελευθερίας είναι κατ’ αρχάς η αναγνώρισή της. Ο άνθρωπος από παθητικός δέκτης γίνεται ο αυθέντης της εμπειρίας του, αντιλαμβανόμενος ότι έχει δύναμη και ευθύνη. Στη συνέχεια, η αναγνώριση των ορίων της ελευθερίας. Ελευθερία δε σημαίνει χάος, απόλυτο έλεγχο ούτε είναι εις βάρος των υπολοίπων. Ο ελεύθερος άνθρωπος δεν μπορεί να γίνει απαραίτητα ό,τι επιθυμεί αλλά έχει την ευχέρεια να επιλέξει πώς θα σταθεί και τι νόημα δίνει σ’ αυτό που είναι και μπορεί να γίνει στα ρεαλιστικά πλαίσια του κόσμου. Και τρίτον είναι η δράση που έρχεται να επισφραγίσει τις εσωτερικές αποφάσεις. Αναγνωρίζοντας τις ικανότητές του, έχοντας εμπιστοσύνη στο κεφάλαιο ζωής που έχει συσσωρεύσει, ο ελεύθερος άνθρωπος παίρνει αποφάσεις και τις υλοποιεί μαζί με το ρίσκο που ενέχουν.
Μοναξιά
«Είμαστε μόνοι μας πάνω σε μια βάρκα που πλέει σε μια σκοτεινή θάλασσα. Είναι όμως παρήγορο να βλέπουμε τα φώτα από άλλες βάρκες που πλέουν τριγύρω μας». Η μοναξιά είναι μια βασική υπαρξιακή συνθήκη. Μπορεί να περιτριγυριζόμαστε από ανθρώπους, να υπάρχει μια πληθώρα συντροφιάς, να φορτωνόμαστε με δραστηριότητες αλλά κατά βάση ο άνθρωπος είναι μόνος του. Όση κατανόηση και εγγύτητα και αν υπάρχει, κανένας δεν μπορεί να ταυτιστεί πλήρως μαζί μας και να μοιραστεί απόλυτα τον εσωτερικό μας κόσμο και βίωμα.
Διακρίνονται 3 επίπεδα μοναξιάς, το διαπροσωπικό, το εσωτερικό και το υπαρξιακό. Το πρώτο επίπεδο αφορά την παρουσία ή μη ανθρώπων στη ζωή μας, την ύπαρξη στενών σχέσεων, συντρόφων κλπ. Το δεύτερο αφορά την αποξένωση από τα συναισθήματα, τις σκέψεις και το εύρος των ενδοψυχικών διεργασιών. Είναι η μη αναγνώριση ή αποστασιοποίηση από κομμάτια της εμπειρίας μας. Επιθυμίες που καταπιέζονται, όνειρα και προσδοκίες που παραμερίζονται, φόβοι, θυμός και συναισθήματα που αρνούμαστε την ύπαρξή τους, εμπειρίες από το παρελθόν ή το παρόν που ακυρώνουμε ή απωθούμε για διάφορους λόγους. Στον εσωτερικό μας κόσμο υπάρχει μοναξιά αφού κοιτώντας εντός δεν μπορούμε να συναντηθούμε με τον εαυτό μας στην πληρότητά του.
Το τρίτο επίπεδο, το υπαρξιακό, αφορά την αποσύνδεση από θεμελιώδεις πτυχές της ύπαρξής μας (ελευθερία, θάνατο, νόημα). Η υπαρξιακή μοναξιά αφορά το κατά πόσο ο άνθρωπος μπορεί να συναντάται με τους άλλους και με τον εαυτό του στην πληρότητά του και άρα επηρεάζει και τα άλλα δύο επίπεδα. Εάν δεν αναγνωρίζεται πχ. η διάσταση της ελευθερίας και του θανάτου, μπορεί κάποιος να μένει σε εξαρτησιακές σχέσεις, αρνούμενος να μεγαλώσει, περιορίζοντας τη φυσική του εξέλιξη και κάνοντας εκπτώσεις στις ανάγκες του. Η έλλειψη νοήματος μπορεί να επηρεάσει τη σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο, όχι μόνο σε διαπροσωπικό επίπεδο αλλά και με το συνολικό εύρος της εμπειρίας του, όπως παρατηρείται σε περιπτώσεις αποπραγματοποίησης, όπου ο κόσμος φαίνεται αλλόκοτος και ανοίκειος.
Η εξοικείωση με τη μοναξιά και η απάντησή της δεν είναι μια γραμμική διαδικασία αλλά μια δυναμική διεργασία με διακυμάνσεις. Το βασικό βήμα είναι η αποδοχή του ομολογουμένως τρομακτικού γεγονότος ότι ο κάθε άνθρωπος είναι ένας ξεχωριστός μικρόκοσμος και ότι η μοναξιά δεν έχει εγγενώς κάποια αξιολογική χροιά, αρνητική ή θετική. Όπως και ο θάνατος, αποτελεί μια φυσική, υπαρξιακή συνθήκη η οποία εξαρτάται από το νόημα που επιλέγει να της δώσει ο καθένας. Δύο άνθρωποι μπορεί να βλέπουν ακριβώς το ίδιο πράγμα και να το βιώνουν τελείως διαφορετικά, δημιουργώντας αυτήν την αίσθηση μοναξιάς. Σε κάποιες προνομιακές περιπτώσεις μπορεί αυτό το όριο να καταργείται και να υπάρχει μια συνταύτιση, όπως είναι στον έρωτα αλλά η απόλυτη, διαχρονική ένωση δεν είναι μια ρεαλιστική προοπτική ούτε ένα ιδανικό ζητούμενο.
Η μοναξιά είναι φυσικό επακόλουθο της ελευθερίας και του μεγαλώματος. Δημιουργώντας ένα καινούριο μονοπάτι, ένα προσωπικό πεπρωμένο, νομοτελειακά θα υπάρξει ένας διαχωρισμός από τους υπόλοιπους. Η αποδοχή αυτού του υπαρξιακού γεγονότος διευκολύνεται όταν ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να κάνει τις δικές του επιλογές πάνω σε μια ασφαλή βάση δίχως ενοχές, σε αναγνώριση και αρμονία με όλες του τις πτυχές και εκφάνσεις. Και είναι πάντα παρήγορο να υπάρχουν συνοδοιπόροι σε αυτό το ταξίδι ακόμα και όταν τα μονοπάτια δεν εφάπτονται.
Νόημα
Στα πλαίσια της υπαρξιακής προσέγγισης, ο κόσμος δεν έχει ένα εγγενές, προκατασκευασμένο νόημα. Ριχνόμαστε στη ζωή τυχαία, σε ένα σύμπαν δίχως σχέδιο και αγωνιζόμαστε να δημιουργήσουμε κάτι. Ιστορικά, αυτή η έγνοια του νοήματος και της έλλειψής του έχει απαντηθεί θεολογικά. Είμαστε μέρος ενός θεϊκού σχεδίου, κάπου υπάρχουν μια ή περισσότερες οντότητες που φροντίζουν για την πορεία μας κλπ. Σ’ ένα κοσμικό επίπεδο, η κουλτούρα, οι παραδόσεις, η εργασία, η διαιώνιση του είδους, οι σχέσεις έρχονται να δώσουν μια άλλη απάντηση στο ζήτημα αυτό. Συχνά, αυτά τα νοήματα υιοθετούνται αυτόματα σαν απόλυτες αλήθειες όπως ανατρέφεται κανείς από την οικογένεια, το σχολείο και την ευρύτερη κοινωνία.
«Τι κάνω με τη ζωή μου;», «Τι νόημα έχουν αυτά που έχω κάνει», «Τι θα αφήσω πίσω μου όταν φύγω;», είναι μερικές αγωνίες που μπορεί να προκύψουν σε διάφορες φάσεις στη ζωή ενός ανθρώπου ακόμα και όταν δεν αμφισβητεί ανοιχτά τα ευρέως διαδεδομένα νοήματα. Η αγωνία εντείνεται όταν συνδυαστεί με την έννοια της ελευθερίας. Αν είμαστε ελεύθεροι να δημιουργήσουμε και αν δεν υπάρχουν από πριν κατασκευές και πεπρωμένα, τότε φέρουμε την ευθύνη των επιλογών μας δίχως καμία βεβαιότητα ότι είναι και η σωστή. Ο υπαρξιακά ενήμερος άνθρωπος είναι σε μια συνεχή διαδικασία αξιολόγησης και δημιουργίας, το οποίο ενίοτε μπορεί να είναι μια εξουθενωτική συνθήκη.
Όταν όμως τα νοήματα μας δεν είναι συνειδητά και ελεύθερα επιλεγμένα, τότε θα βιώνουν κραδασμούς και κατά περίπτωση θα καταρρέουν. Τότε η έγνοια του νοήματος αναδύεται και πιάνει τους ανθρώπους εξαπίνης, με εν δυνάμει τρομακτικά αποτελέσματα. Σαν απάντηση, με έναν πιο επιβαρυντικό τρόπο για τον ίδιο τον άνθρωπο, μπορεί να επιλεχθεί η απόλυτη αφοσίωση σε έναν κάποιο σκοπό (ζηλωτισμός), ο μηδενισμός, η παραίτηση και παθητικότητα, ο ηδονισμός. Ωστόσο, μια πιο γόνιμη απάντηση και ελπιδοφόρα είναι αρχικά η αποδοχή του υπαρξιακού γεγονότος ως κάτι πέρα από το καλό και το κακό και στη συνέχεια η κατασκευή των προσωπικών νοημάτων. Εν τέλει, η σημασία της ζωής, ο σκοπός της είναι μια συνεχής αναζήτηση. Όπως και η ευτυχία ή ο έρωτας, δεν μπορεί να επιβληθεί ή να κατακτηθεί αλλά συνήθως προκύπτει με το να είναι κανείς μέσα στο ρεύμα της ζωής, με τρόπο αυθεντικό, συνειδητό και συνεπή με τον εαυτό του.
Εν κατακλείδι, μία απάντηση στο υπαρξιακό άγχος προκύπτει από το συνδυασμό των τεσσάρων θεμελιωδών εννοιών. Σ’ έναν κόσμο δίχως προϋπάρχοντα νοήματα, ένας άνθρωπος που αξιοποιεί την ελευθερία του και αναλαμβάνει την ευθύνη της ζωής του, με γνώμονα την εφημερότητα και άρα την αξία αυτής, όντας σε σχέση με τους άλλους, τον εαυτό του και τον κόσμο, είναι σα να στέκεται μπροστά σ’ ένα λευκό καμβά που τον περιμένει για να ζωντανέψει. Μπορεί το σχέδιο να μην είναι τέλειο ή αυτό που ξεκίνησε να σχεδιάζει αλλά θα είναι έργο των χεριών του και πραγματικά δικό του.
Βιβλιογραφία
- Yalom, I. D. (1980). Existential Psychotherapy. Basic Books