
«Μισώ τον πατέρα μου», «Η μητέρα μου συνέχεια με κρίνει, δε με αποδέχθηκε ποτέ», «Ο πατέρας/μητέρα δεν ήταν ποτέ εκεί μεγαλώνοντας». Αυτές είναι μερικές ενδεικτικές φράσεις που καταδεικνύουν μια εκτροπή, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, του ιδανικού του γονέα. Όταν το αρχέτυπο φροντίδας, υποστήριξης, υλικής και συναισθηματικής παροχής αποτυγχάνει να εφαρμοστεί στην πραγματικότητα της ζωής ενός ανθρώπου. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο γονέας, ως αρχέτυπο, δεν είναι μια ζώσα καθημερινότητα αλλά καταλήγει σ’ έναν συμβολικό θάνατο ενώ βιολογικά συνεχίζει να παραμένει ζωντανός. Ο γονέας δεν υπάρχει πια.
Σε τέτοιες καταστάσεις συμβολικού θανάτου είναι συχνή μια καθήλωση σε σκέψεις, φαντασιώσεις και σενάρια ενός εναλλακτικού, καλύτερου παρελθόντος, τα οποία, ρητά ή άρρητα, εκφράζονται και ως προσδοκίες, ακόμα και όταν αναγνωρίζονται ως μη ρεαλιστικές. «Γιατί δεν είχα τους γονείς που μου άξιζαν ως παιδί;» «Γιατί ο πατέρας/μητέρα μου ήταν έτσι και όχι κάπως αλλιώς;». Τα ερωτήματα αυτά διατηρούνται και στην ενήλικη ζωή προκαλώντας άγχος, θλίψη, ματαίωση και εντάσεις στην τρέχουσα σχέση του ατόμου με τους γονείς του.
Το παρελθόν αιμορραγεί στο παρόν και το μέλλον, καθώς οποιαδήποτε επανασύνδεση ή εξυγίανση της σχέσης με τους γονείς, θέτει ως προαπαιτούμενο να ξαναγραφτεί η οικογενειακή ιστορία. «Δε θ’ αλλάξει ποτέ, πάντα τέτοιος ήταν», «Τι νόημα έχει τι κάνει πλέον, δεν μπορώ να ξεχάσω πόσο με πλήγωσε». Ο γονέας μπορεί να ήταν απών ή παρών με δυσλειτουργικούς, ματαιωτικούς ή ακόμα και κακοποιητικούς όρους και ο μόνος τρόπος που μπορεί το πάλαι ποτέ παιδί να προχωρήσει στη ζωή του φαντάζει, σ’ ένα πρώτο στάδιο, να είναι το αν ο γονέας μπορούσε να γυρίσει όντως το χρόνο πίσω και να έκανε άλλες επιλογές. Ωστόσο η ρεαλιστική, ενήλικη σκέψη επιβάλλει τη σκληρή ενδεχομένως συνειδητοποίηση, ότι σε αντίθεση με τις σχέσεις που επιλέγει, υπάρχει μόνο μια ευκαιρία σ’ έναν βιολογικό γονέα – δεν μπορεί να υπάρξει άλλος.
Είναι εναγώνια η αναζήτηση μιας εξήγησης, ενός νοήματος στην εκτροπή μιας τέτοιας μοναδικής, ανεπανάληπτης και προνομιακής σχέσης. Ως παιδί μπορεί κάποιος να το βιώσει ως μια προσωπική αποτυχία, ως κάτι που έκανε ή δεν έκανε το ίδιο και να αναλάβει την ευθύνη και τη συνεπακόλουθη ενοχή μιας τέτοιας κατάληξης. Επίσης πιθανό είναι μια τέτοια κατάσταση να γεννήσει ένα έντονο και διαχρονικό θυμό.
Με σύντροφο τόσο έντονα συναισθήματα, ειδικά όταν αφήνονται να κατακλύσουν το άτομο για να μη βιώνονται σε όλη τους την ένταση ο πόνος και η θλίψη, ανάγεται σε μεγάλη πρόκληση το να προσεγγιστεί το ζήτημα με έναν αναλυτικό, νηφάλιο τρόπο που λαμβάνει υπόψη όλες τις παραμέτρους και αποδίδει ουσιαστικά νοήματα. Πρώιμες προσπάθειες μιας τέτοιας νοηματοδότησης παίρνουν συνήθως τη μορφή δηλώσεων όπως «Έτσι έμαθε από την οικογένειά του» ή «Ήταν δύσκολες εποχές και δεν ήξερε πώς να το διαχειριστεί», δηλώσεις και νοήματα δηλαδή που αρχίζουν να συμπεριλαμβάνουν την ιστορικότητα και τα πλαίσια του γονέα.
Είναι σημαντικό ν’ αναφερθεί πως η κατανόηση δεν είναι δικαιολογία ή νομιμοποίηση, ειδικά όταν πρόκειται για περιπτώσεις κακοποίησης. Το ζητούμενο δεν είναι η υποτίμηση του πόνου ενός παιδιού-πλέον ενήλικα ούτε η καθαγίαση δυσλειτουργικών γονεϊκών προτύπων, αλλά η απάντηση ενός παιδικού «γιατί» με τα αποθέματα της ενήλικης ζωής, ώστε το άτομο ν’ αποδεσμευτεί ψυχοσυναισθηματικά από ένα παρελθόν το οποίο είναι φύσει αδύνατο ν’ αλλάξει.
Εφόσον αρχίσει να συντελείται αυτή η αποδέσμευση, οι προκλήσεις επικεντρώνονται στο παρόν και το μέλλον. Πώς εφαρμόζει ο άνθρωπος αυτήν τη νοηματοδότηση των βιωμάτων του αναφορικά με τη γονεϊκή σχέση; Δεν υπάρχει μια δεδομένη, απόλυτη απάντηση αλλά είναι μια βαθιά προσωπική διεργασία. Σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να επιλεχθεί μια πλήρης αποστασιοποίηση από το γονέα, ειδικά όταν αυτός έχει υπάρξει και συνεχίζει να είναι κακοποιητικός. Σε άλλες περιπτώσεις μπορεί να επιλεχθεί μια οριοθέτηση σε συγκεκριμένα σημεία.
Επίσης, μια δόκιμη στάση θα ήταν μια προσπάθεια επαναπροσέγγισης με νέους όρους, ως μια γνωριμία μεταξύ δύο ενηλίκων πλέον ανθρώπων, ισότιμων και όχι από μια θέση παιδιού που εξαρτάται από το γονέα. Καθοριστική σημασία έχει και ποιες είναι οι διεργασίες του γονέα, εάν έχει στοχαστεί πάνω στην πορεία του ρόλου, στα δικά του βιώματα, τις αστοχίες, ελλείμματα αλλά και θετικά στοιχεία που ίσως να μην καλλιεργήθηκαν αρκετά.
Μπορεί ο γονέας του παρελθόντος, ως αρχέτυπο, να έχει απολεσθεί, ωστόσο ο γονέας του παρόντος και του μέλλοντος, αφήνει περιθώρια για μια αναγέννηση και την εγκαθίδρυση μιας νέας σχέσης, εφόσον παγιωμένα μοτίβα σύνδεσης και σχέσης είναι ανοιχτά προς αλλαγή και ωρίμανση.
Ωστόσο, είναι φυσικά πιθανό να μην υπάρχει ή να είναι επιπρόσθετα δύσκολη μια τέτοια επαναδιαπραγμάτευση, ειδικά όταν το συμβολικό θάνατο του γονέα τον έχει ολοκληρώσει και ένας βιολογικός θάνατος ή όταν έχει γεράσει σε σημείο που να υπάρχει και η δυσκολία όπως εκφράζεται σε δηλώσεις τύπου «Πλέον έχει γεράσει, γιατί να τη στενοχωρήσω» ή «Έχει χάσει το μυαλό του, δε θα καταλάβει καν τι λέω πλέον».
Εφόσον όλες οι εναλλακτικές και τα ενδεχόμενα είναι ελεύθερα να διερευνηθούν, σ’ ένα ασφαλές πλαίσιο όπου ο άνθρωπος μπορεί ν’ αξιολογήσει και να επιλέξει την πορεία που θ’ ακολουθήσει, το βασικό για την επίλυση τέτοιων ζητημάτων είναι η ενσυνείδητη επιλογή και η ενδυνάμωση ώστε ν’ αντέξει το κόστος αυτής, όποια και αν είναι η μορφή που θα πάρει.
Εγείρονται σε αυτό το στάδιο ζητήματα κατανόησης, αποδοχής και συγχώρεσης, με γνώμονα το πως ο άνθρωπος που βιώνει τη δυσφορία θα καταφέρει να προχωρήσει στη ζωή του. Μετά το συμβολικό θάνατο ακολουθεί ο συμβολικός ενταφιασμός και τα συστατικά στοιχεία του γονεϊκού αρχετύπου πλέον δεν είναι μονοπώλιο του γονέα αλλά αναζητώνται και εντοπίζονται τόσο στον ίδιο τον εαυτό όσο και σε άλλους ανθρώπους.
Η φροντίδα, η στοργή, η ασφάλεια, η αποδοχή, η σταθερότητα, η συμβουλή και καθοδήγηση, η παρουσία, η επιβράβευση, η εκτίμηση, το χάδι και η αγκαλιά μπορούν να προσφερθούν από τον ίδιο τον άνθρωπο στον εαυτό του καθώς και από φίλους, ερωτικούς συντρόφους, άλλους συγγενείς, μέντορες κλπ. Τα ελλείμματα, αν και μπορεί να προκύπτουν με βάρβαρους και επώδυνους τρόπους, λειτουργούν και ως μια αφορμή για εξερεύνηση, οδηγώντας σε μια πλουραλιστική και σύνθετη ζωή όπου το παρελθόν παύει να είναι εγκλωβισμός και ανάγεται σε νουθεσία.